ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

428 Μ Μειονότητες του. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματαπου εξαρτώνται από τοαντικείμενο της έρευνας και το στόχο του ερευνητή. Οι συζητήσεις επί της μεθοδολογίας συνήθως τίθενται σε συνάρτηση με το είδος των ερωτημάτων τα οποία επιζητούν απάντη- ση. Πολύ διαφορετικά είδη ερευνητικών ερωτημάτων έχουν τεθεί σε διαφορετικές εποχές ανάλογα με τις εξε- λίξεις στηθεωρία, τη χάραξη και την άσκησηπολιτικής, τις ακαδημαϊκές, ερευνητικές, ιδεολογικές τοποθετή- σεις και προτεραιότητες. Κατάτιςτελευταίεςδεκαετίεςοιερευνητέςακολουθούν περισσότερο μεμονωμένες ερευνητικές διαδρομές πέ- ρα και έξω από τις κλασσικές ερευνητικές παραδόσεις των Σχολών. Πολλοί απομακρύνονται από της έρευνα των δραστών και κινούνται προς τη διερεύνηση των θεσμών που «δημιουργούν» το έγκλημα. Παράλληλα τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των εγκληματολόγων με- τακινούνται από την έμφαση στην αποκατάσταση και το σωφρονισμό των δραστών στην εξερεύνηση τρό- πων μείωσης των ευκαιριών διάπραξης εγκλημάτων. Η κεντρική ερώτηση μετατοπίζεται στο κατά πόσον μια πολιτική πρόληψης αποδίδει. Άλλοι ασχολούνται με τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του συστήμα- τος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η εμπειρική έρευνα γνωρίζει μια εκ νέου άνθιση τόσο αναφορικά με την αποκάλυψη του σκοτεινού αριθμού της εγκλη- ματικότητας μέσα από εγκληματολογικές δειγματολη- πτικές έρευνες πεδίου (crime surveys) όσο και με διε- νέργεια ερευνών θυματοποίησης σε ευρύ δείγμα γενι- κού πληθυσμού (victim surveys). Την ίδια στιγμή ανα- κάμπτει με δυναμικό τρόπο η συμβολή της ποσοτικής έρευνας ειδικότερα δε η στατιστική διαχείριση μεγά- λου όγκου συνόλων δεδομένων. Βιβλιογραφία: – Bottomley K., and K. Rease (1986): “CrimeandPunishment:InterpretingtheData”,Milton Keynes, Open University Press. – Brookman F., Noaks L. and Wincup E., eds, (1999): “Qualitative Rsearch in Criminology”, Aldershot, Ashgate. – Coleman C. & Moynihan J. (2004): “Understanding crime data”, Open University Press, U.K. – Jupp, V. P. Davies and P. Francis, eds, (2000): “Doing Criminological Research”,London, Sage. – King R., and E. Wincup, eds, (2000): “Doing Research on Crime and Justice”, Oxford University Press, Oxford. – Maguire M. (1994): “Crime Statistics, Patterns and Trends: Changing Perceptions and their Implications”, στο Maguire M, Morgan R, Reiner R. (1994):“The Oxford Handbook of Criminology”, σελ. 233-291. – Walker M. (ed.), (1995): “Interpreting Crime Statistics”, Oxford, Clarendon Press. – Young J., (1988): “Radical Criminology in Britain: The Emergence of a Competing Paradigm”, Τhe British Journal of Criminology,Vol. 28/2, σελ. 289- 313. – Αρτινοπούλου Β. - Μαγγανάς Α. (1996): «Θυμα- τολογία και όψεις θυματοποίησης», Νομική Βιβλιο- θήκη, Αθήνα. – Ζαραφωνίτου Χρ. (1995): «Εμπειρική Εγκληματολογία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα. – Χάι- δου Α. (1996) : «Θετικιστική Εγκληματολογία: Αιτιολο- γικές Προσεγγίσεις του Εγκληματικού Φαινομένου», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα. Ι.Τσίγκανου Μειονότητες Βλ. σχετικά  Βία  Γενοκτονία  Έγκλημα μίσους Στη θεωρία, ως πλέον αποδεκτός ορισμός της υπό εξέ- ταση έννοιας θεωρείται εκείνος που αποδόθηκε το 1977 από τον Francesco Capotorti, σύμφωνα με τον οποίο «μειονότητα» αποτελεί μια κοινότητα εγκατε- στημένη στην περιοχή ενός κράτους και υποδεέστερη σε αριθμό μελών συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυ- σμό αυτού, της οποίας τα μέλη είναι πολίτες του εν λό- γω κράτους, αλλά φέρουν εθνικά, πολιτιστικά ή γλωσ- σικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από εκείνα του υπό- λοιπου πληθυσμού, προσβλέποντας μάλιστα στη δια- τήρησή των. Ο προρρηθείς ορισμός αποκτά σημασία ενόψει του ειδικού καθεστώτος προστασίας των μειο- νότητων, ως προς το οποίο λεκτέα τυγχάνουν τα ακό- λουθα: Σημαντικοί σταθμοί στην πορεία αναγνώρισης μειο- νοτικών δικαιωμάτων υπήρξαν, αναμφίβολα, το «Σχέ- διο Σύμβασης για την προστασία των μειονοτήτων», που εκπονήθηκε από την «Επιτροπή της Βενετίας για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου», η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες», που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1992, η Σύμβαση υπό την ονομασία “ILO Convention 169”, ο «Αφρικανικός Καταστατικός Χάρτης των Δι- καιωμάτων των Ανθρώπων και των Λαών», η «Παγκό- σμια Διάσκεψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα» που έλαβε χώρα στη Βιέννη στις 25.06.1993, το «Καταληκτι- κό Κείμενο της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συ- νεργασία στην Ευρώπη (εφεξής ΔΑΣΕ) της Βιέννης του Ιανουαρίου του 1989», το «ΚαταληκτικόΚείμενο της Δι- άσκεψης της Κοπεγχάγης για την Ανθρώπινη Διάστα- ση της ΔΑΣΕ του Ιουνίου του 1990», η «Σύσταση 1201» (1993) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, η «Διαταγή 484» της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης και ηδημιουρ- γία αφενός του “Forum on Minority Issues” του ΟΗΕ κι αφετέρου του “High Commissioner on Minorities” του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Στο πλαίσιο της ίδιας συνάφειας, ιδιαί- τερη μνεία επιβάλλεται να γίνει τόσο στον «Ευρωπαϊ- κό Χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών του 1992» όσο και στη «Σύμβαση-Πλαίσιο του 1995 για την προστασία των μειονοτήτων», που επιβεβαιώνει ότι ηπροστασία τωνμειονοτήτωναποτελεί αναπόσπα- στο μέρος της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά περιορίζεται κυρίως σε προγραμ-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=