Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚ 914

9 Προλογικό σημείωμα Η οριοθέτηση της έννοιας του παράνομου στην ΑΚ 914 αποτελεί ένα από τα δυσχερέστερα ζητήματα της θεωρίας του αστικού δικαίου. Παράλληλα όμως η αναγωγή του παράνομου χαρακτήρα της πράξης ή παράλειψης ενός δρά- στη ορισμένης αδικοπραξίας σε προϋπόθεση της αποζημιωτικής ευθύνης συ- νιστά και βασική, δικαιοπολιτική υποχρέωση του νομοθέτη εκείνης της έννο- μης τάξης, της οποίας οι συνταγματικές αρχές ενστερνίζονται το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού. Ο τελευταίος, για να επιφέρει ως γνωστό επικερδή για τα μέλη ορισμένης κοινωνίας, αλλά και για τον ίδιο τον οικονομικώς δρώντα, αποτελέσματα, αναπόφευκτα θα προκαλέσει κάποιες ζημίες σε τρίτους. Το δύσκολο καθήκον είναι λοιπόν να προσδιοριστούν εκ μέ- ρους των κανόνων δικαίου τα όρια μιας τέτοιας, αναμενόμενης, άρα θεμιτής, ζημιογόνας δράσης. Με το έργο αυτό επιφορτίζεται αναμφίβολα η έννοια του παράνομου που δυστυχώς είναι από τη φύση της όμως αρκούντως αόριστη, διανοίγοντας έτσι ευρύ πεδίο σε ακροβατούσες ερμηνευτικές θεωρήσεις. Δι- καιολογημένα γίνεται λόγος για λευκό κανόνα δικαίου ενόψει της ΑΚ 914 και το ίδιο παρατηρείται και στην ΑΚ 174, που καθιστά άκυρη την δικαιοπραξία με παράνομο περιεχόμενο. Το βέβαιο είναι μετά τα παραπάνω ότι η ηθική αρχή του Αριστοτέλη από τα Ηθικά Νικομάχεια περί neminem laedere («μη ζημιούν έτερον») σε αυτή της τη γενικότητα δεν μπορεί να συνιστά χωρίς περιορι- σμούς αυτομάτως και νομική αρχή. Τις εγγενείς δυσκολίες οριοθέτησης του παράνομου επιχειρούν να επιλύσουν κάποιες έννομες τάξεις, επιδεικνύοντας εξ ορισμού μια επιφύλαξη για τον τρό- πο με τον οποίο θα χειριστεί και θα εφαρμόσει η νομολογία τον περιορισμό του παράνομου, μέσω ακριβώς της υιοθέτησης μιας περιπτωσιολογικής απαρίθ- μησης των δικαιωμάτων ή εννόμων αγαθών που θα πρέπει να προσβληθούν, ώστε να στοιχειοθετηθεί η έννοια του παράνομου. Τη λύση αυτή αποδέχεται ως γνωστό ο γερμανικός Αστικός Κώδικας, αποδίδοντας εντονότερα ρωμαϊκά πρότυπα. Στον αντίποδα αυτής της εκτίμησης βρίσκεται η γαλλική ρύθμιση, η οποία περιορίζεται, σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύ- νης, σε μια σκοτεινή αναφορά στην έννοια του σφάλματος (faute), χωρίς να ξε- καθαρίζει όμως αν εν προκειμένω πρόκειται για υποκειμενική ή αντικειμενική προϋπόθεση. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας ακολούθησε στο σημείο αυτό κατ’ αρχήν ορθά, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο δικαστικό έργο, την ρύθμιση του ελβετικού δικαίου, το οποίο υιοθετεί μεν μια γενική αδικοπρακτική

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=