ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Εισαγ. παρατ. 482 ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 606 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ την ατιμωρησία των φερόμενων ως δραστών τους αποκόπτει τη δυνατότητα πλήρους εκτιμήσεως της κατηγορίας, έτσι ώστε αφήνονται ενδεχομένως κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα των προηγηθεισών κρίσεων». Ο Δαλακούρας [ό.π.] σημειώνει: «Όμοια επικριτικός οφείλει να είναι κανείς και στην τροποποίηση του άρθρου 482, που χάριν της ταχύτερης εκδικάσεως των ποινικών υποθέσεων στερεί από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ασκεί αναίρεση κατά των βουλευμάτων που τον παραπέμπουν για κακούργημα. Η θέση, ότι «η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκείται μόνο για να καθυστερήσει η εκδίκαση της υποθέσεως…» και συ- νεπώς «η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να περιορισθεί η προδικασία, δεδο- μένου ότι πρόκειται απλώς για παραπομπή του κατηγορουμένου…», αποτελεί υπερα- πλούστευση και παραγνωρίζει το ιδιαίτερα εύλογο δικαίωμα του κατηγορουμένου να διασφαλίσει την επαπειλούμενη προσωπική ελευθερία του, αλλά και την υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει τον κατηγορούμενο πολίτη από μία ενδεχομένως άδικη δίωξη. Τέτοιες υπεραπλουστεύσεις ανοίγουν το δρόμο στη μελλοντική αμφισβήτηση της ζωτικής αναγκαιότητας των δικονομικών τύπων στο χώρο του ποινικού δικονομι- κού δικαίου και πιθανόν στον εξοβελισμό κάθε τύπου και κάθε δικαιώματος που η τή- ρηση ή η άσκησή του αντίστοιχα θα επιβράδυνε την πρόοδο της διαδικασίας.» Ο Δασκαλόπουλος [ό.π.] τονίζει: «Κατ’ αρχήν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δικο- νομικής τροποποιήσεως που θέλει να εισάγει ταχύτερους ρυθμούς στην προδικασία, στερώντας μάλιστα τον κατηγορούμενο από υπαρκτό μέχρι πρότινος στον ΚΠΔ δι- καίωμα επανακρίσεως της υποθέσεώς του, είναι η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 Ν 1941/1991. Αυτή αντικατέστησε το άρθρο 482 παρ. 1 ΚΠΔ καταργώντας πλέον το δι- καίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του ποινικού Δικαστηρίου για κακούργημα. Ωστόσο, αν και το απέκλεισε ως προς τα πλημμελήματα, για τα κακουργήματα διατήρησε δι- καίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος που απο- φαίνεται για τον κατηγορούμενο ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά ή κηρύσσει απαράδεκτη την κατ’ αυτού ποινική δίωξη. Όμως, μ’ αυτήν τη ρύθμιση ο νομοθέτης προσδοκώντας αφ’ ενός μεν κάποιο κέρδος χρόνου, πάντως ενώ εξελίσ- σεται η δικονομική διαδικασία κρίσεως της υποθέσεως κατά την προδικασία, αφ’ ετέ- ρου μείωση της ύλης του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου στερεί μόνο στον κα- τηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος που τον παρα- πέμπει για τα σοβαρότερα εγκλήματα της ποινικής νομοθεσίας και που επισύρουν και τις πλέον βαριές συνέπειες. Έτσι, λ.χ. παραμένει ανυπεράσπιστος ο κατηγορούμενος σε μία εσφαλμένη νομικά παραπομπή στο ακροατήριο για κακούργημα, που πολύ πι- θανό να συνεπάγεται και το βαρύ δικονομικό μέτρο της διατηρήσεως της προσωρι- νής του κρατήσεως, και οπωσδήποτε συνοδεύεται απ’ τον δυσμενέστατο κοινωνικό αντίκτυπο που επάγεται η παρουσία του στο εδώλιο κάποιου κακουργιοδικείου. Τα παραπάνω αρνητικά αυτής της τροποποιήσεως δεν αντισταθμίζονται βέβαια σε καμία περίπτωση με το απλοϊκό επιχείρημα ότι αν στη συνέχεια καταδικασθεί για κακούρ- γημα έχει τα ένδικα μέσα εφέσεως και αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφά- σεως. Και τούτο γιατί γίνεται σαφές ότι τα παραπάνω βλαπτικά αποτελέσματα που συ-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=