ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Εισαγ. παρατ. 482 ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 608 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ρουμένου, ο εισαγγελέας (ΑΠ, Εφετών και Πρωτοδικών) έχει δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 483 ΚΠΔ να ασκήσει αναίρεση υπέρ ή σε βάρος του κατηγορουμένου για να διορθωθεί το καταφανές λάθος». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι αιτιολογίες αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για την αναφερθείσα μεταβολή δεν είναι πειστικές. Θα πρέπει όμως προγενέστερα να καταστήσουμε σαφές, ότι η εκτεθείσα νο- μοθετική επέμβαση στο άρθρο 482 αποτελεί τη συνεπή κατάληξη μιας ολόκληρης πο- ρείας που είχε προδιαγράψει ο Έλληνας Νομοθέτης από το 1977, όταν με το νόμο 663 του ίδιου έτους καθιέρωσε ένα ιδιόρρυθμο μοντέλο παραπομπής για τα κακουργήμα- τα: του εμπρησμού των δασών (άρθρα 264, 265 ΠΚ), τα κακουργήματα της σιδηρο- δρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή αεροπλοΐας (άρθρο 16 Ν 480/1976), τα κακουρ- γήματα της διακεκριμένης κλοπής και της ληστείας (άρθρα 374, 380 ΠΚ και άρθρο 25 Ν 1419/1984), τα κακουργήματα του άρθρου 13 του Ν 495/1976 «περί όπλων» κ.λπ . Σύμφωνα λοιπόν με το κυριότερο σημείο της περιγραφόμενης διαδικασίας παρακά- μπτονταν η μεσολάβηση του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και η υπόθε- ση με τη συμφωνία του Εισαγγελέα και του Προέδρου των Εφετών παραπέμπονταν με απευθείας κλήση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, χωρίς μάλιστα να επιτρέ- πεται περαιτέρω ούτε το οιονεί ένδικο μέσο της προσφυγής κατά της απευθείας κλή- σεως. Η αλλαγή αυτή στη στρατηγική του Νομοθέτη για τον τρόπο παραπομπής των κακουργημάτων συνεχίσθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν 1738/1987, σύμφωνα με το οποίο για τα εγκλήματα του Ν 1608/1950 «Περί αυξήσεως των ποινών διά τους κατα- χραστάς του Δημοσίου» η περάτωση της ανακρίσεως θα κηρύσσεται από το αρμόδιο Συμβούλιο των Εφετών, το οποίο θα αποφαίνεται αμετάκλητα για την ουσία της υπο- θέσεως [ΑΠ 1230/1988 ΝοΒ 1988,1273]. Με τις ρυθμίσεις αυτές είχε ήδη προετοιμα- σθεί το κλίμα για τη σημερινή αναμόρφωση του συζητούμενου άρθρου. Η σταδιακή δηλαδή απονεύρωση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου στην προ- δικασία που είχε αρχίσει προγενέστερα, σήμερα πλέον ολοκληρώνεται. Έχουμε κατά συνέπεια να κάνουμε με μία διαδικασία ολοκληρώσεως μιας επιλογής του Νομοθέτη που είχε γίνει από πολύ παλαιότερα. Και μάλιστα αυτό πραγματοποιείται με την επι- χειρηματολογική επίκληση της αρχής της επιταχύνσεως της διαδικασίας. Η αναφορά όμως αυτή είναι παντελώς εσφαλμένη, γιατί θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε, ότι η επι- καλούμενη αρχή δεν είναι αυτόνομη και αυτοτελής, αλλά συσχετίζεται και συνδέεται άρρηκτα με τη συνολική υπερασπιστική υπόσταση του κατηγορουμένου, όπως εμφα- νώς συνάγεται από το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ της γνωστής Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης του 1950 (για τα δικαιώματα του ανθρώπου), σύμφωνα με το οποίο «παν πρό- σωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λο- γικής προθεσμίας». Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται τον τελευταίο καιρό η συλλογι- στική, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αυξημένα μόνο προστατευόμενο δικαίωμα του κατηγορουμένου (: το δικαίωμά του δηλαδή στο διαδικαστικό χρόνο) του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα δικά του συμφέροντα. Η εμβέλεια επομένως της σκιαγραφούμενης αρχής είναι οριοθετημένη και εκτείνεται μέχρι το ση- μείο εκείνο που πλήττεται (ή αποδιαρθρώνεται) η υπερασπιστική εμφάνιση του κα- τηγορουμένου. Και η ακύρωση ακριβώς της δικονομικής δυνατότητας του βασικού

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=