ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 609 Αίτηση αναίρεσης Εισαγ. παρατ. 482 υποκειμένου της ποινικής δίκης να αναιρεσιβάλλει το βούλευμα, το οποίο τον παρα- πέμπει για κακούργημα στο αρμόδιο δικαστήριο, οδηγεί νομοτελειακά στην παρα- γωγή του εντοπισθέντος αποτελέσματος. Η μεταβολή, εξάλλου αυτή, όπως αναφέρα- με και παραπάνω, ακρωτηριάζει ευθέως το γνωστό επίσης δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου, αφού κατά τις παραδοχές της ελληνικής και της σύγχρονης (διε- θνούς) δικονομικής θεωρίας τούτο ενεργοποιείται σε όλες ανεξαίρετα τις διαδικαστι- κές φάσεις και ειδικότερα όχι μόνο ενόψει της εκδόσεως μιας επί της ουσίας δικαστι- κής αποφάσεως, αλλά και πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε δικονομικής πράξεως που θίγει τα συμφέροντα των παραγόντων της ποινικής δίκης. Οι δυσμενείς, άλλωστε, συνέπειες της παραπομπής για κακούργημα είναι τόσες και τέτοιες που καθιστούν την επίσημη θέση που διαγράφεται στην Εισηγητική Έκθεση απλουστευτική ή προσχη- ματική. Εδώ, πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε επιπρόσθετα, ότι η επικαλούμενη έκταση της επάρκειας κρίσεως των συμβουλίων Πλημμελειοδικών και Εφετών ανα- τρέπεται από το μεγάλο αριθμό βουλευμάτων, τα οποία αναιρούνται με τη μέχρι σή- μερα (: το Ν 1941/1991) ισχύουσα ρύθμιση. Επιπλέον, η άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα (ΑΠ, Εφετών και Πλημμελειοδικών), σύμφωνα με το άρθρο 483 ΚΠΔ δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα, αφού εξακολουθεί να παραμένει –όπως γνωρίζουμε κα- λά από την πράξη– περισσότερο μία απλή πρόβλεψη σε αφηρημένο επίπεδο και λι- γότερο μία ευρείας σε πρακτικό επίπεδο χρήσεως οδό διορθώσεως των δικαστικών σφαλμάτων. Εάν, κατά συνέπεια, η επιλογή του νομοθέτη του Ν 1738/1987 για κα- κουργήματα, τα οποία στρέφονται κατά του Δημοσίου να αποφαίνεται το Συμβούλιο Εφετών αμετάκλητα μετά την περάτωση της ανακρίσεως είχε οπωσδήποτε δικονομι- κή βασιμότητα –ενόψει και της έντονης κοινωνικής απαξίας της πράξεως και του τιθέ- μενου στόχου για ορθολογικοποίηση στη διαχείριση του δημόσιου τομέα– αντίθετα, η αναλυόμενη ρύθμιση του ερμηνευόμενου νόμου να περικοπεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά των παραπεμπτικών για κακούργημα βουλευμάτων είναι αναμφί- βολα ανεπιτυχής και άστοχη. Σε τελευταία ανάλυση θα έλεγε κανείς, ότι τα προβλήμα- τα της ελλείπουσας υποδομής στην κίνηση του δικαστικού μηχανισμού δεν μπορούν να λυθούν με συμψηφισμούς σε άλλα επίπεδα που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα δια- δίκων της ποινικής δίκης. Και τούτο αφορά ιδίως τα Πρωτοδικεία των μεγάλων πό- λεων, στα οποία η προανάκριση μπορεί να τερματίζεται στην καλύτερη περίσταση έξι και επτά μήνες μετά την κατάθεση κάποιας μηνύσεως ή εγκλήσεως και η τακτική ανά- κριση να βραδυπορεί σε απροσδιόριστο βαθμό για πολλούς και ποικίλους παράγο- ντες (απασχόληση των ανακριτών σε άλλες διαδικασίες ή στην έδρα, τήρηση δημοσι- οϋπαλληλικού ωραρίου, έλλειψη οργάνων εκτελεστικών των παραγγελιών, διακοπή σχεδόν της ανακρίσεως από την 1η Ιουλίου έως τη 15η Σεπτεμβρίου, αφού είναι γνω- στό ότι σε μεγάλη πόλη της Ελλάδας λειτουργεί (ή υπολειτουργεί καλύτερα κατ’ ουσία) κατά το διάστημα αυτό ένα μόνο ανακριτικό γραφείο από τα επτά που υπάρχουν». Ο Μανωλεδάκης [ό.π.] τονίζει: «Με το άρθρο 13 παρ. 4 καταργήθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα, ενώ διατηρεί το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος για τα βουλεύματα που αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για κακούργημα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=