ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Εισαγ. παρατ. 482 ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 610 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Πέρα από την ανισότητα στις ρυθμίσεις του άρθρου 482 ΚΠΔ που επέρχεται με την τροποποίηση αυτή, η ποινική νομολογία θα φτωχύνει, στο μέτρο που τα νομικά ζη- τήματα κρίνονται κυρίως στα βουλεύματα, αλλά και θα υπάρξει ενδεχόμενο μεγάλης ανομοιομορφίας στην κρίση νομικών θεμάτων από τα διάφορα δικαστικά συμβούλια της ουσίας. Κι εδώ η ρύθμιση υπαγορεύτηκε προφανώς από την επιθυμία μη παρέλ- κυσης των δικών και ελάφρυνσης του φόρτου εργασίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, η αποτροπή των παρελκύσεων δεν ισοφαρίζει τα παραπάνω μειονεκτήματα». Ο Μαργαρίτης [ό.π.] σημειώνει: «Είναι φανερό ότι οι αιτιολογίες που χρησιμοποιήθη- καν για την παραπάνω τροποποίηση του άρθρου 482 ΚΠΔ δεν μπορούν να θεωρη- θούν ως πειστικές. Αναλυτικότερα: Οι δυσμενείς συνέπειες της παραπομπής του κατη- γορουμένου σε δίκη με κακουργηματική κατηγορία είναι τόσες και τέτοιες που καθι- στούν την υποτίμησή της προφανώς απλουστευτική ή προσχηματική τοποθέτηση. Η έκταση της επάρκειας κρίσεως των συμβουλίων εφετών και πλημμελειοδικών…φωτο- γραφίζεται στον μεγάλο αριθμό βουλευμάτων που αναιρούνται. Η άσκηση αναιρέσε- ως από τον εισαγγελέα εξακολουθεί να παραμένει περισσότερο μια απλή πρόβλεψη σε αφηρημένο επίπεδο και λιγότερο μία ευρείας, σε πρακτικό επίπεδο, χρήσεως οδός διορθώσεως δικαστικών σφαλμάτων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας αποτελεί πράγ- ματι βασικό επιχείρημα, δεν αρκεί, όμως, από μόνο του να δικαιολογήσει την επελ- θούσα μεταβολή· η κάποια βραδύτητα στη μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο αποτελεί το αναγκαίο τίμημα της εξισορροπήσεως των πολλών στόχων της ποινικής δίκης, ανάμεσα στους οποίους προέχουσα θέση κατέχει η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας». Στα πλαίσια άλλης μελέτης του ο Μαργαρίτης [Οι δικονομικού περιεχο- μένου διατάξεις του Ν 2172/1993, Υπερ 1994,488 επ.] τονίζει: «Η παραπάνω τροπο- ποίηση ήταν, στηριζόμενη σε μια υπεραπλουστευτική θεώρηση του πράγματος, δογ- ματικά άστοχη και ουσιαστικά αδικαίωτη: παρέβλεπε την ανάγκη για προσεκτική νο- μική εκτίμηση της κατηγορίας - υποβίβαζε τη σημασία του γεγονότος της παραπομπής - αμφισβητούσε την αναγκαιότητα των τύπων στο χώρο του ποινικού δικονομικού δι- καίου - αποστέωνε την ποινική νομολογία και ευνοούσε την ανομοιομορφία στην κρί- ση νομικών θεμάτων από τα δικαστικά συμβούλια ουσίας». Ο Αναγνωστόπουλος [ό.π.], παρουσιάζοντας τον υπό μορφή Σχεδίου όντα Ν 1941/1991, επισημαίνει: «Η αρχική ρύθμιση της ενδιάμεσης διαδικασίας (ιδίως αυ- τής για τα κακουργήματα), μολονότι δεν είναι ανεπίδεκτη κριτικής, διακρίνεται για τη συνοχή, τη συνέπεια και την ισορροπία της. Οι αρχές που τη διέπουν είναι ευδιά- κριτες και η καθιερούμενη διαδικασία εμφανίζει ιδιομορφία και συγκράτηση, ιδιότη- τες απαραίτητηες σε μία δικαιοκρατική-φιλελεύθερη ποινική δίκη. Μπορεί άραγε να ισχυριστεί κανείς τα ίδια για τα επεμβατικά νεότερα νομοθετήματα και νομοσχέδια; Δικαιούνται οι νόμοι 663/1977, 1419/1984, 1738/1987, 1916/1990 και το πρόσφα- το σχέδιο νόμου (= Ν 1941/1991) τα εύσημα της ισορροπημένης δικαιοκρατικής ρύθ- μισης; Νομίζω πως όχι… Το πρόσφατο σχέδιο νόμου επιχειρεί ήδη τη χαριστική βο- λή κατά του ετοιμόρροπου οικοδομήματος της κλασικής ενδιάμεσης διαδικασίας… Η κατάργηση του αναιρετικού ελέγχου δημιουργεί ερωτηματικά: ελάχιστα διαφωτιστι- κή είναι στο σημείο αυτό και η Εισηγητική Έκθεση του πρόσφατου Σχεδίου Νόμου.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=