ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 613 Αίτηση αναίρεσης Εισαγ. παρατ. 482 (v) Με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν 3346/2005 (: «επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις»), καταργήθηκε η (πα- ραπέμπουσα σε εφαρμογή του άρθρου 478 παρ. 2 ΚΠΔ) διάταξη του άρθρου 482 παρ. 2 ΚΠΔ. Η καταργηθείσα ρύθμιση προέβλεπε, προκειμένου περί βουλεύματος διατάσσοντος σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, ως προϋπό- θεση παραδεκτού της ασκούμενης εναντίον του αναιρέσεως την προσκόμιση βεβαι- ώσεως του διευθυντή της φυλακής ότι κρατείται σε εκτέλεση του βουλεύματος αυτού. Στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου [βλ. αυτή σε Σεβαστίδη , Οι νέες τροποποιήσεις του Ν 3346/2005 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2005, σελ. 113 επ. και Τσιρίδη , Ο νέ- ος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν 3346/2005), 2005, σελ. 138 επ.] πα- ρατηρείται σχετικά: «Η διάταξη του άρθρου 18 εναρμονίζει το ισχύον δίκαιον σύμφω- να με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και, ειδι- κότερα με την απόφαση της 18.12.2003 «Σκονδριάνος κατά της Ελλάδας», με την οποία η Ελλάδα καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, επειδή εξαρ- τά το παραδεκτό της αναίρεσης από την υποβολή του αναιρεσείοντα στην εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Η προϋπόθεση αυτή κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή της δίκαιης δίκης, αφού προβλέπεται η κήρυξη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, δηλ. δυσανάλογη κύρωση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται υπέρμετρα το δικαίωμα της δι- καστικής προστασίας του καταδικασθέντος. Έτσι, επιβάλλεται η κατάργηση των περι- ορισμών των άρθρων 478 παρ. 2, 482 παρ. 2 και 508 του ΚΠΔ, ώστε να μην εξαρτά- ται, πλέον, το παραδεκτό της έφεσης κατά βουλευμάτων και της αναίρεσης κατά απο- φάσεων από το εάν ο ασκών τα ένδικα μέσα έχει συλληφθεί ή αν έχει εκτίσει την ποι- νή του». Κατά την αρχική σκέψη της Επιστημονικής Επιτροπής, εκδηλώθηκε προβλημα- τισμός για το αν έπρεπε να παραμείνει ως λόγος απαραδέκτου της αναιρέσεως η από- δραση του αναιρεσείοντος (ή εκκαλούντος) κρατουμένου, με τη σκέψη ότι, διαφορε- τικά, επιβραβεύεται η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να αποδράσει, ενώ γνωρί- ζει τις συνέπειες της ενέργειάς του ως προς την τύχη του ασκηθέντος ενδίκου μέσου [ Μυλωνάς , Η υπόθεση Poitrimol κατά Γαλλίας, Υπερ 1984,1181 επ., Ίδιος , Η πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1995, σελ. 129 επ.]. Τελικά, επικράτησε η εκτίμηση πως η διατήρηση μιας τέτοιας δικονομικής κυρώ- σεως σε βάρος του αποδράσαντος κατηγορουμένου αφενός μεν θα προσέκρουε στην ΕΣΔΑ, αφετέρου δε θα επιφύλασσε μειονεκτικότερη μεταχείριση σ’ αυτόν έναντι του φυγοδικούντος κατηγορουμένου, του οποίου το ένδικο μέσο θεωρούνταν παραδεκτό· χαρακτηριστικά ο (Πρόεδρος Εφετών) Γ. Σμυρναίος τόνισε [Ολομέλεια Εφετών Αθηνών 1/2005 – αναφέρεται από τον Τσιρίδη , ό.π., σελ. 140] ότι «ο αποδράσας κατηγορούμε- νος θα υποστεί την αντίστοιχη ποινική κύρωση, δεν πρέπει όμως να αποστερηθεί του δικαιώματος επανάκρισης της υποθέσεώς του από ανώτερο δικαστήριο, που προστα- τεύεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ· παρίσταται δε άτοπο και σκληρό την αναγκαία αυτή προστασία να μην την αρνούμεθα στον φυγόποινο και φυγόδικο, αλλά να την αρ- νούμεθα στον αποδράσαντα εκ των φυλακών μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου» [ Τσιρίδης , ό.π., Μαργαρίτης , Το νέο Νομοσχέδιο για την επιτάχυνση της ποινικής δια- δικασίας: Μια πρώτη προσέγγιση, ΠοινΔικ 2004,1288 επ., Σεβαστίδης , ό.π., σελ. 80].

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=