ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 615 Αίτηση αναίρεσης Εισαγ. παρατ. 482 πρέπει να συνδέεται με την άσκηση του (συνταγματικά) κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου που λαμβάνει χώρα με την άσκηση του αντίστοιχου ενδίκου μέσου. Επομένως, τα αρμόδια όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι υποχρεωμένα να αποφανθούν για τη βασιμότητά του, χωρίς να επηρεάζονται από τη μη κράτηση του κατηγορουμένου στη φυλακή [ Τσιρίδης , ό.π., σελ. 142]· άλλω- στε, όπως ήδη ειπώθηκε και το ΕΔΔΑ θεωρεί ως δυσανάλογη κύρωση την απόρριψη του ενδίκου μέσου για το λόγο αυτό [ΕΔΔΑ, υπόθεση Ashingdane κατά Ηνωμένου Βασιλείου 28.5.1985]. Με την αφορώσα τις διατάξεις των άρθρων 478 παρ. 2, 482 παρ. 2 και 508 παρ. 1 ΚΠΔ προβληματική ασχολήθηκε το ανώτατο ακυρωτικό μας, αναφερθέν ευθέως στην αρχή της αναλογικότητας . Συγκεκριμένα, τη ρύθμιση του άρθρου 508 παρ. 1 ΚΠΔ προσήγγισαν οι ΑΠ Ολ 14/2001 [ΠοινΧρ 2001,796, ΠΛογ 2001,833, όπου παρατη- ρήσεις Μυλωνά = ΝοΒ 2002,408, ΠοινΔικ 2001,832, όπου παρατηρήσεις Ζημιανίτη = ΠραξΛογΠΔ 2001,491] και 16/2001 [ΝοΒ 2002,411, ΠραξΛογ 2001,490], ενώ η ΑΠ Ολ 15/2001 [ΠοινΧρ 2001,798, όπου παρατηρήσεις Αναγνωστόπουλου = ΠοινΧρ 2002,207, όπου παρατηρήσεις Μητσόπουλου = ΠΛογ 2001,839, ΠραξΛογ 2001,494] είχε σημείο αναφοράς τις προβλέψεις των άρθρων 478 παρ. 2 και 482 παρ. 2 ΚΠΔ. Οι ΑΠ Ολ 14 και 16/2001 έκριναν, κατά πλειοψηφία, ότι «η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή τη μεγάλη απαξία της αξιόποι- νης πράξεως, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια, των οποίων η συνεκτί- μηση διαμορφώνει την κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας»· αντίθετα, η ΑΠ Ολ 15/2001 έκρινε ότι το απαράδεκτο της αναιρέ- σεως εναντίον του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για από- πειρα ανθρωποκτονίας, από κατηγορούμενο μη συμμορφωθέντα προς τη διάταξη περί συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως, είναι σύμφωνο προς την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα αφού η προηγούμενη κράτηση δεν είναι ιδιαίτερα επαχθής και δεν αντι- βαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Παρά τις αντιρρήσεις της επιστήμης που μίλη- σε για «μια χαμένη ευκαιρία» [ Μυλωνάς , ό.π.] και χαρακτήρισε τις επίμαχες διατά- ξεις ως «μια παράφωνη κληρονομιά από ένα λιγότερο φιλελεύθερο ιστορικό παρελ- θόν» [ Αναγνωστόπουλος , ό.π.], το ανώτατο ακυρωτικό μας επέμενε σε λύση του ζη- τήματος με ερμηνεία του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ. και όχι του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, όπως το τελευταίο κατανοούσε το ΕΔΔΑ. Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος ανήγαγε σε κριτήρια διαπιστώσεως της παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας «το ύψος της ποινής» [ενδεικτικά: ΑΠ 1335/2001 ΠΛογ 2001,2230, ΑΠ 2097/2001 ΠΛογ 2001,2538, ΑΠ 437/2002 ΠΛογ 2002,556, ΑΠ 450/2002 ΠΛογ 2002,327, ΑΠ 1520/2002 ΠΛογ 2002,1543, ΑΠ 201/2003 ΠΛογ 2003,214] και «τη μεγάλη ή μι- κρή απαξία της πράξεως» [ενδεικτικά: ΑΠ 2031/2001 ΝοΒ 2002,751, ΑΠ 1629/2002 ΠΛογ 2002,1825, ΑΠ 2384/2002 ΠοινΔικ 2003,595, ΑΠ 1478/2002 ΝοΒ 2003,511, ΑΠ 785/2003 ΠοινΔικ 2003,1143, ΑΠ 1702/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003,315]. Η εν λόγω ερμηνευτική πορεία του ακυρωτικού μας ήταν αντίθετη με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Το τελευταίο, κατά την εξέταση της αρχής της αναλογικότητας, προβαί-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=