ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ 617 Αίτηση αναίρεσης Εισαγ. παρατ. 482 κής ειρήνης δεν συντελείται, η “ετεροχρονισμένη” τιμωρία χάνει βαθμιαία όλο και πε- ρισσότερο τη δικαίωσή της και στο τέλος εκφυλίζεται ως ένα βαθμό σε απλή εκδίκη- ση, η ποιότητα του παραγόμενου δικαιοδοτικού έργου διαρκώς υποβαθμίζεται αφού η όλη διαδικασία προσλαμβάνει κατ’ ανάγκη τα χαρακτηριστικά της “διεκπεραίωσης” και όχι της “κρίσεως”. Από την άλλη πλευρά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η βραδύτητα της ποινικής διαδικασίας σημαίνει και παράταση της ταλαιπωρίας του, εν- δεχομένως αθώου, κατηγορουμένου, του οποίου η θέση πρέπει να ξεκαθαρίσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Κάτω από αυτές τις (αναμφισβήτητες) συντεταγμένες, το να γίνεται λόγος για ιδιότυπη “κατάσταση δικονομικής ανάγκης” δεν αποτελεί μόνο φρα- στικό σχήμα. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει συστήσει επιτροπή 10μελή (από δικαστικούς λειτουργούς, πανεπιστημιακούς και δικηγόρους) για τη σύνταξη νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το υπάρχον θεσμι- κό πλαίσιο, όντας κατά βάση δημιούργημα των αρχών του περασμένου αιώνα, δεν κρίνεται επαρκές να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της σημερινής πραγματικότητας, οι επελθούσες δε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις, το μόνο που πέτυχαν ήταν η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του με τη δημιουργία μιας, πλάι στην υπάρχουσα, “παραδικονομί- ας”. Παρά το γεγονός ότι η συγκροτηθείσα ως άνω Επιτροπή προχωρά το έργο της με ιδιαίτερα εντατικούς ρυθμούς, η πίεση της πραγματικότητας αξιώνει την άμεση λήψη ορισμένων μέτρων, με τη μορφή ενός προ-σταδίου σε σχέση με τον τελικά επιδιωκό- μενο στόχο (: τη σύνταξη νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Τα προτεινόμενα μέτρα επικεντρώνονται σε τρεις χώρους: - τη βελτίωση και επιτάχυνση της ποινικής δίκης - την αποκατάσταση εμφανώς δικαιοκρατικών ελλειμμάτων και -την άρση ενδοσυστη- ματικών αντινομιών. Ειδικότερα: Στα μέτρα βελτίωσης και επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας εντάσσονται μεταβολές που αφορούν: τη μείωση του χρόνου διεξαγωγής της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης, την ορι- οθέτηση του χρόνου εντός του οποίου οφείλει να καταρτιστεί η προς το συμβούλιο απευθυνόμενη εισαγγελική πρόταση και να εκδοθεί από το δικαστικό συμβούλιο το αντίστοιχο βούλευμα, την (σχεδόν ολοκληρωτική) παράκαμψη της προανάκρισης, την περάτωση της κύριας ανάκρισης με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, την κατάργηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και την (απόλυτη) συρρίκνωση του εν- δίκου μέσου της εφέσεως κατά βουλεύματος, την αύξηση της αρμοδιότητας του μονο- μελούς πλημμελειοδικείου, την κατά τα παραπάνω ελαχιστοποίηση των περιπτώσεων ιδιάζουσας δωσιδικίας, τον υποβιβασμό σε πταίσματα ήσσονος απαξίας παραβάσε- ων ειδικών ποινικών νόμων, τον περιορισμό των αναβολών της δίκης με την πρόβλε- ψη χρόνου αναβολής και των προβαλλόμενων λόγων, την κατάργηση της αναστολής της για κακούργημα διαδικασίας σε περίπτωση απουσίας του γνωστής διαμονής κα- τηγορουμένου και τον εξορθολογισμό των ορίων του εκκλητού των αποφάσεων». Παρακολουθώντας κανείς στην ιστορική του διαδρομή το ένδικο μέσο της αναιρέσε- ως κατά βουλεύματος θα μπορούσε να διακρίνει σχηματικά τις ακόλουθες πέντε πε- ριόδους, ήτοι: το διάστημα μέχρι το Ν 1941/1991 - το διάστημα από το Ν 1941/1991 έως το Ν 2172/1993 - το διάστημα από το Ν 2172/1993 έως το Ν 3160/2003 - το διά- στημα από το Ν 3160/2003 έως το Ν 3904/2010 και το διάστημα από το Ν 3904/2010 4

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=