ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ Εισαγ. παρατ. 482 ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 620 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ τις τροποποιήσεις που εισήγαγε επί του θέματος ο Ν 3160/2003. Σε ανάλογους περι- ορισμούς υποβλήθηκε το δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και του εισαγ- γελέα εφετών σε άσκηση αναιρέσεως. Διατηρήθηκε, όμως, το δικαίωμα του εισαγγε- λέα του Αρείου Πάγου να αναιρεσιβάλλει οποιοδήποτε βούλευμα καθώς και το δι- καίωμά του σε άσκηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου. Χαρακτηριστικά για τη συγκε- κριμένη νομοθετική παρέμβαση ο Ανδρουλάκης [ό.π., σελ. 400] τονίζει ότι η «επιτά- χυνση» με τη θυσία δικαιωμάτων προστασίας του κατηγορουμένου, αλλά και του θύ- ματος/πολιτικώς ενάγοντος είναι προβληματική» και πως «υπάρχουν άλλοι, ανώδυ- νοι τρόποι για την επιδίωξή της». (v) Οι τροποποιήσεις του Ν 3904/2010 - Ισχύον σήμερα δίκαιο: Ο νόμος αυτός προ- σέδωσε πιο ακραία μορφή στην τάση περιορισμού των προδικαστικών ενδίκων μέ- σων για χάρη του σκοπού επιταχύνσεως της ποινικής διαδικασίας. Εκτός από τη συρ- ρίκνωση του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά βουλευμάτων που ήδη είδαμε, καταρ- γήθηκε ολοκληρωτικά για τον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ενα- ντίον βουλευμάτων. Στην Εισηγητική Έκθεση, πέραν των όσων είδαμε, παρατηρού- νται και τα εξής: «Οι τρόποι ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης για κα- κούργημα που υφίστανται σήμερα είναι τέσσερις: βούλευμα συμβουλίου πλημμε- λειοδικών - βούλευμα συμβουλίου εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό - βούλευ- μα συμβουλίου εφετών αμετάκλητο - απευθείας κλήση. Με την εισηγούμενη λύση, οι τρόποι αυτοί ουσιαστικά ενοποιούνται σε έναν: το βούλευμα του συμβουλίου πλημ- μελειοδικών, με δύο περιορισμένης εκτάσεως εξαιρέσεις: (το βούλευμα του συμβου- λίου εφετών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και την απευθείας κλήση). Με τον τρόπο αυτόν, το κομβικό ζήτημα της παραπομπής ανατίθεται σε έναν πολυπρόσωπο δικαστι- κό σχηματισμό, ισχυρό εγγυητικά ανάχωμα στις πρόχειρες παραπομπές. Οξύ ήταν το πρόβλημα της προσβολής ή όχι του βουλεύματος αυτού με ένδικα μέ- σα. Η προσπάθεια αναζητήσεως λύσης που και στη διαδικαστική εξέλιξη θα προσέ- διδε την απαιτούμενη επιτάχυνση και πλέγμα προστασίας των δικαιωμάτων του κα- τηγορουμένου θα δημιουργούσε, εμφανίζεται όχι ευχερής. Τελικά, ύστερα από στάθ- μιση όλων των συλλειτουργούντων παραγόντων, υιοθετήθηκε ένα δικονομικό σχή- μα που σηματοδοτείται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: στον κατηγορούμενο ανα- γνωρίζεται δικαίωμα μόνον εφέσεως (όχι και αναιρέσεως) κατά του βουλεύματος και μάλιστα αποκλειστικά για δύο λόγους, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλ- μένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στον πολιτικώς ενάγο- ντα δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου (: ούτε εφέσεως ούτε αναι- ρέσεως) κατά του βουλεύματος. Σε επίπεδο δικλείδων ασφαλείας, παραμένει το δι- καίωμα του εισαγγελέα εφετών να ασκεί έφεση και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση κατά οποιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδι- κών. Με το εισηγούμενο σχήμα, εκείνο που κατά βάση συντελείται είναι η κατάργη- ση του αναιρετικού ελέγχου και η συρρίκνωση στα όρια του ελαχίστου του δευτερο- βάθμιου ελέγχου. Εκτιμάται ότι έτσι: από τη μια απελευθερώνονται δικαστικές δυ- νάμεις (Άρειος Πάγος - Εφετεία), οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλα επίπε- δα (: του Αρείου Πάγου, στην ανύψωση της ποιότητας του παραγομένου σε επίπεδο

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=