O ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
Εισαγωγή 21 αναιρεσιβαλομένης δικαστικής απόφασης, η οποία υπόκειται στον ακυ- ρωτικό αναιρετικό έλεγχο με βάση τους προτεινόμενους αναιρετικούς λό- γους 8 . 2. Αντικείμενο Αναιρετικού Ελέγχου Σε αυτό το σημείο, θα προσδιορίσουμε το αντικείμενο της κατ’ αναίρεση δίκης, επισημαίνοντας τις διαφορές του από το αντικείμενο δίκης ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων της ουσίας, ούτως ώστε να έχουμε μια σαφή εικόνα για την διάρθρωση και διατύπωση των αναιρετικών λόγων, την πλημμέλεια που πρέπει να καταδεικνύουν και το περιεχόμενο που πρέπει να έχουν. Στον πρώτο και δεύτερο βαθμό σύμφωνα με το άρθ. 216 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή ιστορική βάση και αί- τημα. Δηλαδή να περιλαμβάνει, αφενός μεν τα στοιχεία εκείνα που αντι- στοιχούν και πληρούν το πραγματικό κάποιου κανόνα δικαίου, όπως λέμε χαρακτηριστικά, τα στοιχεία της ιστορικής βάσης, τα γεγονότα που συνέ- τρεξαν στην εμπειρική πραγματικότητα και αντιστοιχούν στον σιωπηρώς επικαλούμενο κανόνα δικαίου, αφετέρου δε αίτημα σαφές και ορισμένο, ταυτιζόμενο με την έννομη συνέπεια του σιωπηρώς επικαλούμενου κανό- να δικαίου. Επομένως, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά να αντιστοι- χούν στο νομοτυπικό ενός κ.δ. και να επικαλούνται τουλάχιστον τόσα όσα αντιστοιχούν στα στοιχεία του πραγματικού του και αληθή υποτιθέμενα να οδηγούν στο αίτημα του ενάγοντος, που αποτελεί την έννομη συνέπεια του κ.δ., στον οποίον αντιστοιχούν τα επικληθέντα πραγματικά περιστα- τικά 9 . Ποιος είναι αυτός ο κ.δ., δεν χρειάζεται ούτε να το γνωρίζει, ούτε να το επικαλεστεί ο διάδικος. Αποτελεί έργο του δικαστηρίου να τον ανεύ- ρει και να θεμελιώσει την ιστορική βάση του διαδίκου αντιστοιχώντας την στον νόμο, επισκοπώντας το σύνολο των κανόνων δικαίου, βάση της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής «iura novit curia» («ο δικαστής γνωρίζει τον νόμο», έχει υπηρεσιακό καθήκον να γνωρίζει τον νόμο). Εν συνεχεία, αν το δικαστήριο κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά και το αίτημα της αγωγής πληρούν το πραγματικό και την έννομη συνέπεια κάποιου κ.δ., θα δεχθεί την αγωγή ως νόμω βάσιμη και αν ακολούθως μέσω της αποδει- κτικής διαδικασίας αποδειχθούν και αληθή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, θα δεχθεί την αγωγή και ως ουσία βάσιμη. Αντιθέτως, αν 8. Καλαβρός Κ. , ό.π., σελ. 3. 9. Κονδύλης Δ. , Τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα των λόγων αναίρεσης, Δ. 26, 983-984.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=