ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

7 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Οι κανόνες του δικαίου γενικά Άρθ. 1 δεν ασκεί επιρροή στα δίκαια που νομίμως προηγουμένως κτήθηκαν με βάση τοπικά έθιμα (βλ. ΕφΑθ 9300/92 ΕλλΔνη 34,653, ΕφΘρ 267/90 Αρμ 46,406). Αδυναμία από- κτησης δικαιώματος με τοπικό έθιμο μετά την εισαγωγή του ΑΚ (βλ. ΕφΘρ 267/90 Αρμ 46,496). Η ΑΚ 1 αφορά έθιμα που δημιουργήθηκαν μετά την ισχύ του ΑΚ. Το έθιμο μπορεί να καταργήσει νόμο, εφόσον ο τελευταίος δεν περιλαμβάνει διάταξη αναγκα- στικού δικαίου (βλ. ΑΠ Ολ 9/1995 ΑρχΝ 1995,266, ΑΠ 943/2000 ΕλλΔνη 2000,115). Δικονομική μεταχείριση εθίμου. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελ- τα το έθιμο που ισχύει στην αλλοδαπή (ΚΠολΔ 337) (βλ. ΕφΔωδ 124/76 ΕΕΝ 46,184). Αν το αγνοεί μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο, χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι (βλ. Καράκωστα ό.π. σελ. 9). Αυτός που επικαλείται έθιμο πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξή του (βλ. ΑΠ 72/78 ΝοΒ 26,1354, ΕφΑθ 2633/80 ΝοΒ 28,1548) και να αναφέ- ρει ότι η πρακτική που τηρείται στις συναλλαγές ακολουθείται επί μακρό χρόνο, αδιά- κοπα και ομοιόμορφα με συνείδηση ότι αποτελεί περιέχομενο υποχρεωτικού κανό- να δικαίου (βλ. ΑΠ 435/94 ΕλλΔνη 1995,154). Το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί την ύπαρξη εθίμου και από ομολογία του εναγομένου (βλ. ΑΠ 816/82 ΕΕΝ 1983,47). Η ύπαρξη εθίμου δεν μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 976/2002 Ισοκράτης ΑΠ 797/2014 ΕΑΕΔ 2016,33). Η παράβαση εθιμικού κα- νόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύει τον προβλεπόμενο από την ΚΠολΔ 559 αρ. 1 λόγο αναίρεσης (βλ. ΑΠ 695/2009 ΕφΑΔ 2009,1232, ΕλλΔνη 2011,432). Για να είναι πλήρης ο ισχυρισμός για το έθιμο, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενό του, δηλαδή να προτείνεται η με συνείδηση δικαίου πολυχρόνια συνεχής και ομοιόμορφη άσκηση αυτού, εφόσον το αγνοεί το δικαστήριο (βλ. ΑΠ 695/2009 ΕφΑΔ 2009,1232, ΕλλΔνη 2011,432). Η απόφαση που παραδέχεται την ύπαρξη του εθίμου, οφείλει να διαλαμβάνει στις αιτιολογίες της και τις συγκεκριμένες περιπτώσεις ενσυνείδητης υπα- γωγής στον άγραφο κανόνα δικαίου που προέκυψαν από τις αποδείξεις, για να μπο- ρεί να διαπιστωθεί αν αυτά που έγιναν δεκτά αποτελούν έθιμο και αν εφαρμόστηκε ορθά ο νόμος (βλ. ΑΠ 460/71 ΝοΒ 19,1249). 3. Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Κανόνας που γί- νεται δεκτός από περισσότερα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου . Δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται η Ελλάδα (βλ. Γεωργιάδη ΓενΑρχ σελ. 21). Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου. Υπερισχύουν από κάθε άλλη διάταξη νό- μου, όχι όμως του Συντάγματος (βλ. ΕφΠειρ 894/2001 Αρμ 2002,420, ΑΕΔ 6/2000 ΑρχΝ 2003,40) χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη πολιτειακή πράξη (ΑΠ Ολ 11/2000 ΝοΒ 2001,212, ΕφΠειρ 894/2001 ό.π.). 4. Πηγές ενωσιακού δικαίου. Το πρωτογενές δίκαιο που θεσπίσθηκε με τις συνθή- κες ίδρυσης . Το δευτερογενές στο οποίο περιλαμβάνονται πράξεις κανονιστικού πε- ριεχομένου που προέρχονται από όργανα της Ένωσης (βλ. Δαγτόγλου Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο Ι, σελ. 188, Γεωργιάδη ΓενΑρχ σελ. 103). Τέτοιες πράξεις είναι οι κα- νονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδουν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή και απευθύνονται προς τα κράτη μέλη και οι κανόνες διεθνών συμβάσεων, τις οποίες συ- νάπτουν τα κράτη-μέλη με τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς (βλ. Δαλτόγλου ό.π. 15 16 17

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=