ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

9 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Οι κανόνες του δικαίου γενικά Άρθ. 1 ματικό κύκλο, είτε σε ορισμένη περιοχή. Η συναλλακτική συνήθεια μπορεί να αποτε- λέσει βάση αξίωσης (βλ. ΑΠ 703/76 ΝοΒ 25,52). Δεν περιέχουν κανόνες δικαίου (βλ. ΑΠ 435/94 ΕλλΔνη 36,154). Όταν ο νόμος παραπέμπει σ’ αυτά τότε προσλαμβάνουν χαρακτήρα κανόνα δικαίου (βλ. Τούση ΓενΑρχ σημ. 87, Μπαλή ό.π. παρ. 4). Η παρά- βασή τους δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κα- νόνα δικαίου (βλ. ΑΠ 435/94 ό.π.). 2. Καλή πίστη. Αυτή διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενική. Αντικειμενική καλή πίστη νοείται η ευθύτητα και εντιμότητα που υπαγορεύεται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης (βλ. ΑΠ 6151/94 ΕλλΔνη 36,340, ΕφΑθ 4019/99 ΕλλΔνη 40,1586). Με την αντικειμενική καλή πίστη αξιολογείται η εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου. Αντίθετα η υποκειμενική καλή πίστη αναφέρεται στην εν- διάθετη κατάσταση του προσώπου, ως τέτοια νοείται η πεποίθηση του ατόμου ότι η συμπεριφορά του είναι καθ’ όλα νόμιμη. 3. Χρηστά ήθη. Είναι οι αντιλήψεις του μέσου χρηστού και έμφρονος ανθρώπου, ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, για τη δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε ορισμέ- νη κοινωνία και οι οποίες έχουν αναχθεί σε παραγγέλματα της κοινωνικής ηθικής (βλ. Παπαστερίου ΓΑρχ αστ. δικ. αρ. 116, Γεωργιάδη ό.π., σελ. 24). Τα χρηστά ήθη δεν ταυ- τίζονται με τις απλές συνήθειες ή με τις απαιτήσεις της κοινωνικής ευπρέπειας ή συμπε- ριφοράς (εθιμοτυπίας) (βλ. Μπαλή ό.π., σελ. 182). 4. Διεθνείς συμβάσεις. Οι διεθνείς συμβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελούν δευτερογενή πηγή του δικαίου, γιατί αποκτούν ισχύ από και με την κύρωσή τους με νόμο. Μετά την ένταξή τους στην ελληνική έννομη τάξη απο- κτούν αυξημένη ισχύ έναντι των νόμων. 5. ΣΣΕ και ΔΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος οι συλλογικές συμ- βάσεις εργασίας και οι διαιτητικές αποφάσεις, σε περίπτωση που αποτύχουν οι δια- πραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αποτελούν συμπληρωματική πη- γή δικαίου. 6. Νομολογία: Καλείται το σύνολο των λύσεων που δίνουν τα δικαστήρια με τις απο- φάσεις τους στα ζητήματα που τίθενται ενώπιον τους (βλ. Α. Γεωργιάδη ΓενΑρχ αστι- κού δικαίου, σελ. 26). Η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου ούτε με την έννοια του εθιμικού δικαίου. Δεν αποκλείεται όμως, να συναχθεί έθιμο από την πάγια νομολο- γία, ιδίως του ανωτάτου δικαστηρίου, για την έννοια κάποιας νομικής διάταξης (βλ. Καράκωστα Αστ. Κώδ. ΓενΑρχ σελ. 12 αρ. 27). Η νομολογία συντελεί στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, στην εξειδίκευση των γενικών αρχών και στην πλήρωση κενών των κανόνων του δικαίου. 7. Διακρίσεις κανόνων δικαίου 1. Γενικά: Οι γραπτοί κανόνες δικαίου, και ειδικότερα οι ουσιαστικοί κανόνες δι- καίου, διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τις διακρίσεις αυτές (τοπική ισχύς, περιεχόμενο κ.λπ .) (βλ. Παπαντωνίου ΓενΑρχ αστι- κού δικαίου, σελ. 40 επ.). 20 21 22 23 24 25

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=