ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΘΥΜΑ

σμούς που ανέδειξε η θεωρητική της διερεύνηση. Ιδιαίτερη δε σπουδαιότητα πα- ρουσιάζει η καινοτόμα εφαρμογή του δείκτη αξίας γης σε περιοχές αντί προσώ- πων, όπως αρχικά είχε εφαρμοστεί 2 , μια εφαρμογή που προσιδιάζει στα δεδομένα της συγγραφέα (σε περιοχές, δήμους) και είναι ακριβέστερη και αποδοτικότερη της εφαρμογής του δείκτη αυτού σε πρόσωπα. Πέραν αυτού, όμως, η έρευνα είναι πλούσια και σε ευρήματα, πολλά εκ των οποίων είναι καίριας σημασίας για τη με- λέτη της περιβαλλοντικής θυματοποίησης και ιδιαίτερου επιστημονικού βάρους για τους ποινικούς γνωστικούς κλάδους, προσδίδουν δε στη μελέτη το στίγμα της αδιαμφισβήτητης πρωτοτυπίας. Επί παραδείγματι, μέσα από την ενδελεχή ανά- λυση των δεδομένων της, η συγγραφέας διαγράφει ένα πρότυπο για τα κίνητρα των δραστών, με περιβαλλοντικής σημασίας στοχοθεσίες, αξιοποιήσιμο για τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες, την πρόληψη, και γενικότερα, την αντεγκλη- ματική πολιτική. Εξαιρετικής δε σημασίας είναι το εύρημά της, ότι η θεωρητική πρόταση της οικοκεντρικής προσέγγισης, η οποία συμπορεύεται με την παραδοχή της υπερατομικής φύσης της προστασίας του περιβάλλοντος, όπως αποκρυσταλ- λώνεται στα διεθνή κείμενα και μετασχηματίζεται στην υπόθεση εργασίας για τη σχέση της παραβατικότητας και της αξίας γης, επαληθεύεται μόνο εν μέρει: Η περιβαλλοντική παραβατικότητα εντοπίζεται σε περιοχές, όχι μόνο με χαμηλή –όπως προβλέπει η προσέγγιση της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης–, αλλά και με μέση αξία γης, ενώ, αντίθετα, οι περιβαλλοντικές παραβάσεις δεν εντοπίζονται εν γένει σε περιοχές ακριβής αξίας γης. Εν κατακλείδι η συγγραφέας αναδεικνύει, με εξαιρετική ενάργεια, την αλληλε- πίδραση (interplay) της θεωρίας με τα ερευνητικά της δεδομένα και μέσα από διεξοδική ανάλυση, τις σκόπιμες και τις λανθάνουσες λειτουργίες της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και της διοίκησης, ως συστημάτων, μεταφέροντας, μετά από κριτική στάθμιση, την προβληματική για αυτές στο ακανθώδες πεδίο της περι- βαλλοντικής θυματοποίησης. Σε επίπεδο δε αντεγκληματικής πολιτικής, δεν πα- ραλείπει να αναδείξει κενά της εθνικής και της διεθνούς νομοθεσίας και προβλή- ματα στις πρακτικές που εφαρμόζουν οι εκάστοτε φορείς ελέγχου, προτείνει δε συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής ρύπανσης και υποβάθμισης. Η Πελαγία Παπανικολάου, απόφοιτος της Νομικής Σχολής τού Εθνικού και Κα- ποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος του Μεταπτυχιακού ∆ιπλώμα- τος Ειδίκευσης Ποινικών Επιστημών και Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής με βαθμό «άριστα», υπήρξε υπότροφος Ι.Κ.Υ. (2011-2013), λόγω δε των ακαδη- μαϊκών της επιδόσεων, της απονεμήθηκε και δεύτερη υποτροφία από το Ίδρυμα 2. Για την αρχική εφαρμογή του δείκτη, βλ. Μ. Κρανιδιώτη, Η Κλοπή σε Καταστήματα. Το Φαινόμενο και ο Κοινωνικός του Έλεγχος, σειρά “Ποινικά”, αρ. 45, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1995, ιδίως σελ. 240-254 και 299 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=