Η ΚΑΛΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ ΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΜΙΑΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Θεόδωρος Παπακυριάκου 143 ντίζουν, λόγω εσφαλμένης κατανόησης των δεσμευτικών ορίων, και αυτά ακόμη τα πλαίσια που θέτουν τα προς μεταφορά κείμενα 16 , (δ) είτε σπασμωδικές προσπάθειες μερικής αποκατάστασης ελλειμμάτων, που αναδεικνύονται μετά την καταδίκη της χώρας από υπερεθνικά δικαστήρια, όπως το ΕΔΔΑ 17 . Με τον τρόπο αυτό, το παρα- γόμενο νομοθετικό έργο στερείται συχνά της αναγκαίας εκείνης επιστημονικής τεκ- μηρίωσης, που θα επέτρεπε τη θέση διαχρονικών και μετρήσιμων στόχων, τη συνε- πή παρακολούθηση της επίτευξης αυτών και, εν τέλει, την ανάπτυξη και εδραίωση μια συνεκτικής αντεγκληματικής πολιτικής 18 . Σύμπτωμα των παραπάνω αποτελούν, 16. Ένα χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα αποτελεί ο Ν. 3424/2005 (ΦΕΚ Α΄ 305), με τον οποίο ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη, τροποποιώ- ντας τον Ν. 2331/1995, τις ισχύουσες τότε διεθνείς ρυθμίσεις για το αδίκημα της νομιμοποίη- σης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά τη νομοτυπική διάπλαση του αδικήμα- τος ο Έλληνας νομοθέτης υιοθέτησε, ειδικότερα, αυτούσιο τον ορισμό των διεθνών κειμένων, υπάγοντας στη συνέχεια το σύνολο των πράξεων αυτού του ορισμού στο ίδιο (κακουργημα- τικό) πλαίσιο ποινής (βλ. άρθρο 1 στοιχ. β΄ Ν. 2331/1995 όπως είχε τροποποιηθεί με τον Ν. 3424/2005). Ο διεθνής ορισμός, όμως, ήταν διατυπωμένος έτσι, ώστε να καλύπτει όλες τις δυνατές μορφές εμπλοκής στο αδίκημα της νομιμοποίησης, δηλαδή τόσο τον αυτουργό (: αυτόν δηλαδή που έρχεται σε άμεση επαφή με το εγκληματικό προϊόν και επιχειρεί να το νομι- μοποιήσει) όσο και τους συμμετόχους (: δηλαδή κάθε πρόσωπο που υποκινεί τον αυτουργό ή τον συμβουλεύει ή τον υποστηρίζει με οποιονδήποτε τρόπο πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την τέλεση της πράξης). Ήταν επίσης διατυπωμένος έτσι ώστε να καλύπτει και αυτόν που αποπει- ράται να νομιμοποιήσει. Για μια έννομη τάξη, όπως η ελληνική, που έχει γενικές διατάξεις για την απόπειρα και τη συμμετοχή, όλες οι παραπάνω πράξεις, πέραν της αυτουργίας, δεν έχρη- ζαν ειδικής τυποποίησης. Ο Έλληνας νομοθέτης, όμως, το παρέβλεψε αυτό και τις υπήγαγε όλες στην αυτή νομοτυπική περιγραφή. Έτσι εξίσωσε, κατ’ αποτέλεσμα, από άποψη πλαισίου ποινής, όλες τις συμμετοχικές πράξεις, συμπεριλαμβανόμενης της απλής συνέργειας, με την αυτουργία, καθώς και όλες τις πράξεις απόπειρας με το τελειωμένο έγκλημα. Η παραπάνω, πρόδηλα αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας επιλογή δεν ήταν βέβαια απόρροια κά- ποιας διεθνούς νομοθετικής υποχρέωσης, άλλα αποτέλεσμα κακών εκτιμήσεων ή, ενδεχομέ- νως, άγνοιας βασικών αρχών που διέπουν τη μεταφορά του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Βλ. Θ. Παπακυριάκου , Η ποινική νομοθεσία για την καταστο- λή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ως θεμελιώδης άξονας ενός νέου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής, σε Τιμητικό Τόμο Ι. Μανωλεδάκη, ΙΙ [2007], σελ. 483 επ., 511-512. Το παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενο σφάλμα αποκαταστάθηκε βέβαια στη συνέχεια με τον Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166 – βλ. σήμερα άρθρο 2 παρ. 2 του οικείου νό- μου). Και ο νέος νόμος εξακολουθεί, πάντως, να αποτελεί, από πολλές απόψεις (π.χ. εξίσω- ση της ποινικής αντιμετώπισης του «γνήσιου» και του «μη γνήσιου ξεπλύματος»), ένα υπό- δειγμα «άκριτης» μεταφοράς του διεθνούς προτύπου. Βλ. ενδεικτικά Ν. Χατζηνικολάου , σε: Καϊάφα-Γκμπάντι (επιστ. επ.), ό.π., τόμος Ι, σελ. 803 επ., 850 επ. 17. Βλ. ενδεικτικά τον Ν. 4055/2012 («Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», ΦΕΚ Α΄ 51), στην αιτιολογική έκθεση του οποίου γίνεται επίκληση της επανειλημμένης καταδίκης της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ εξαιτίας των υπερβολικών καθυστερήσεων στην απονομή (και) της ποι- νικής δικαιοσύνης, χωρίς να γίνεται όμως παράλληλα οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια εντο- πισμού ή αντιμετώπισης των οργανωτικών αιτίων αυτών των καθυστερήσεων. Βλ. έτσι και Α. Καρρά , Αποτελεσματική απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΧρ 2012, 401 επ. 18. Πρβλ. ενδεικτικά και τις σκέψεις του Θ. Δαλακούρα , Επεμβάσεις στον ΚΠΔ: Ο μύθος της επι- τάχυνσης της απονομής τής ποινικής Δικαιοσύνης, ΠοινΧρ 2016, 326 επ., 330, ο οποίος επι- σημαίνει την πάγια υποβάθμιση της σημασίας θεμελιακών προαπαιτούμενων της διαδικασίας σωστής νομοθέτησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την τελική (ελλείπουσα) αποτελεσμα-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=