Η ΚΑΛΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ ΩΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΜΙΑΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

150 Μορφές εμφάνισης / συνέπειες κακής νομοθέτησης στην Ποινική Δικαιοσύνη IV. Συνέπειες της κακής νομοθέτησης Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν, προφανώς, καταλυτικές συνέπειες για την επί- τευξη των στόχων του ποινικού δικαίου, δηλαδή την αποτελεσματική καταπολέμηση της εγκληματικότητας, χάριν προστασίας των εννόμων αγαθών των πολιτών, με πα- ράλληλη τήρηση των αρχών και εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Ειδικότερα: Η πληθωριστική παραγωγή ποινικών κανόνων για την κάλυψη κάθε είδους παραβατι- κής συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την κακουργηματοποίηση ολοένα και περισσότε- ρων αδικημάτων, οδηγούν καταρχάς αναπόφευκτα στην υπερφόρτωση των διωκτικών και δικαστικών οργάνων . Η υπερφόρτωση αυτή οδηγεί με τη σειρά της σε σημαντικές καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, με ό,τι αρνητικό αυτό συνε- πάγεται τόσο για τα δικαιώματα των θυμάτων και των κατηγορουμένων, όσο και για την γενικοπροληπτική και ειδικοπροληπτική δραστικότητα των ποινικών κανόνων, η οποία, όπως είναι εύλογο, μειώνεται σημαντικά όσο περισσότερο απομακρύνεται χρο- νικά η απάντηση της Πολιτείας από τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Εκτός τούτου, η εργαλειοποίηση του ποινικού μηχανισμού για την αναγκαστική είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων ή για τον εξαναγκασμό των πολιτών προς συμμόρφωση σε κοινωνικοηθι- κά ουδέτερους κανόνες του διοικητικού δικαίου, όχι μόνο αποστερεί αυτόν τον μηχα- νισμό από πολύτιμους προσωπικούς και υλικούς πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων, αλλά ταυτόχρονα ευ- τελίζει και την εικόνα αυτού του μηχανισμού τόσο έναντι των ίδιων των λειτουργών του όσο και έναντι της κοινωνίας 36 . Επιπρόσθετα, οι ίδιες ευρείες ποινικοποιήσεις και κακουργηματοποιήσεις φέρουν ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης και για το φαινόμενο της υπερπλήρωσης των σωφρονιστι- κών καταστημάτων , η αντιμετώπιση του οποίου επιχειρείται, στη συνέχεια, όπως ήδη επισημάνθηκε, μέσω της νομοθετικής στρέβλωσης των θεσμών της εναλλακτικής έκτι- σης των ποινών στέρησης της ελευθερίας, η οποία με τη σειρά της άγει ανακλαστικά, χάριν διατήρησης της γενικοπροληπτικής δραστικότητας των ποινικών κανόνων, σε νέες νομοθετικές αυστηροποιήσεις των απειλούμενων πλαισίων ποινής. Με τον τρό- πο αυτό αναπαράγεται και διαιωνίζεται μια ανορθολογική κατάσταση, που μειώνει την αξιοπιστία του ποινικού συστήματος στα μάτια των πολιτών, αφού αυτό στην μεν φάση της απειλής και επιβολής της ποινής γίνεται αισθητό ως εξαιρετικά αυστηρό και ανάλ- γητο, ενώ στη φάση της έκτισης της ποινής εμφανίζεται ως υπερβολικά ευμενές και 36. Ελάχιστα χρειάζεται φυσικά να επισημάνει κανείς ότι, όσο διατηρείται αυτή η ανέλεγκτη «υπερπαραγωγή» ποινικών κανόνων, η λύση για την αποφόρτιση του ποινικού δικαιοδοτι- κού μηχανισμού δεν μπορεί να αναζητείται στη δυσχέρανση της πρόσβασης των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη μέσω της αύξησης του κόστους των υπηρεσιών αυτής (βλ. π.χ. την ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 123827/23-12-2010, ΦΕΚ Β΄ 1991/23.12.2010, με την οποία επιχειρήθηκε η μείωση του όγκου των ποινικών υποθέσεων που περιέρχονται με πρωτοβουλία των πολιτών στον ποινικό δικαιοδοτικό μηχανισμό μέσω της αύξησης από δύο έως δέκα φορές των δικαστικών εξόδων της ποινικής διαδικασίας). Τέτοιες «λύσεις» είναι, ειδικότερα, όχι μόνο δικαιοκρατικά αμφισβητήσιμες, ενόψει του άρθρου 20 Σ, αλλά και ενδο- συστηματικά αντιφατικές. Πρβλ. και Δαλακούρα , ό.π., ΠοινΧρ 2016, 329, που επικρίνει ορθά ως «νομοθετικές … επινοήσεις αποσυμφόρησης δικαστικής ύλης» τις «ρυθμίσεις των άρθρων 42 παρ. 4, 46 παρ. 2 και 48 παρ. 2 ΚΠΔ, που ενάντια στο άρθρο 20 Σ. εξαρτούν το παραδεκτό των μηνύσεων ή εγκλήσεων ή προσφυγών αντιστοίχως από την καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό και τριακοσίων ευρώ αντιστοίχως».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=