ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ & ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η άσκηση της δικαστικής λειτουργίας γενικά 340 άρθρου 23 § 2 υποπαρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος απαγορεύει απόλυτα την απερ- γία των δικαστικών λειτουργών. Οι ερμηνευόμενες συνταγματικές διατάξεις δεν προβλέπουν καμιά κύρωση για την περίπτωση της παραβίασής τους. Συνεπώς, ο δικαστικός λειτουργός π.χ. δεν χάνει τη θέση του, όπως προκύπτει κατ’ αντιδιαστολή και από το άρθρο 57 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, στην περίπτωση της διατήρησης ή της αποδοχής ενός ασυμβίβαστου έργου 68 . Η παράβαση των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων από το δικαστικό λειτουργό συνεπάγεται μόνο την ευθύνη, την οποία οφείλει να κα- θιερώνει ο κοινός νομοθέτης. Ο Ν 1756/1988 δεν προβλέπει μια ειδική πειθαρχι- κή ευθύνη των δικαστικών λειτουργών για την παράβαση των διατάξεων των δύο παραγράφων του αρχικού άρθρου 89 του Συντάγματος. 6 . Η ι δ ι α ί τ ε ρ η μ ι σ θ ο λ ο γ ι κ ή μ ε τ α χ ε ί ρ ι σ η τ ω ν δ ι κ α σ τ ι κ ώ ν λ ε ι τ ο υ ρ γ ώ ν . - Το άρθρο 88 § 2 υποπαρ. 1 του Συντάγματος ρυθμίζει το θέμα των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, επαναλαμβάνοντας το άρθρο 87 § 2 του Συντάγματος του 1952. Ειδικότερα, η υποπαράγραφος αυτή της δεύτε- ρης παραγράφου του άρθρου, η οποία αποτελούσε τη δεύτερη παράγραφο του αρχικού άρθρου, ορίζει τα εξής: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογι- κή τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νό- μους». Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της υποπαραγράφου αυτής του άρθρου επιτάσσει την ευμενέστερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών από τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς. Με την έννοια αυτή ερμηνεύθηκε η συνταγματική διάταξη από την πάγια νομολογία των δικαστηρί- ων 69 , την οποία επανέλαβε η απόφαση 13/2006 του Μισθοδικείου 70 . Η απόφα- ση αυτή ασχολήθηκε με την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 88 § 2 υπο- παρ. 1 του Συντάγματος με αφορμή την εκδίκαση αγωγής δικαστικού λειτουργού, με την οποία προβλήθηκε η παραβίασή της με τη χορήγηση στον Πρόεδρο της «Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων» (Ανεξάρτητης Διοικητι- κής Αρχής) αποδοχών κατά πολύ ανώτερων από τις αποδοχές των Προέδρων των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων. Η απόφαση δέχτηκε κατά πλειοψηφία την αγωγή 68. Πρβλ. παραπάνω, σ. 54, 130 επ. 69. Βλ. π.χ. τις αποφάσεις 206/1981 και 1411/1986 της Ολομ. του ΑΠ, ΤοΣ, αντίστοιχα 8, 56 επ. και 11, 54 επ.- Η δεύτερη απόφ. νομολόγησε ότι η διάταξη έχει την έννοια «ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, φορείς όντες της τρίτης πολιτειακής εξουσίας, δέον να τυγχάνουν ου μόνον ίσης αλλά και ευμενεστέρας μισθολογικής εν γένει μεταχειρίσεως εν σχέσει προς τους λοιπούς δη- μοσίους υπαλλήλους, της τοιαύτης εννοίας της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως παραβιαζο- μένης ου μόνον όταν δεν γίνεται μισθολογική διάκρισις των δικαστικών λειτουργών από των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και όταν η γενομένη τοιαύτη διάκρισις εξουδετερούται κατά σημαντικόν μέρος αναλόγως των περιστάσεων, διά των παρεχομένων εις τους άλλους υπαλλήλους υπερτέρων προσθέτων παροχών». 70. ΝοΒ 2007, σ. 471 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=