ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ & ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η άσκηση της δικαστικής λειτουργίας γενικά 354 2 . Η σ υ ν τ α γ μ α τ ι κ ή κ α θ ι έ ρ ω σ η τ ο υ έ λ ε γ χ ο υ .- α) Στην αλλο- δαπή - Κοιτίδα του παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το δικαίωμα και καθήκον των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων (judicial review) στη χώρα αυτή είναι συνδεμένο με την περίφημη απόφαση του Ανώτατου Ομο- σπονδιακού Δικαστηρίου (Supreme Court) στην υπόθεση Marbury v. Madison του έτους 1803, που διατυπώθηκε από τον Αρχιδικαστή J. Marshall και η οποία για πρώτη φορά θεώρησε έναν ομοσπονδιακό νόμο ως αντισυνταγματικό και, συνεπώς, άκυρο. Ο Marshall θεμελίωσε το εν λόγω δικαίωμα και καθήκον των δικαστηρίων ορθά στη φύση του ομοσπονδιακού Συντάγματος ως αυστηρού 17,18 . Ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων υιοθετή- θηκε από πολλά σύγχρονα κράτη 19 . Έναν περιορισμένο τέτοιο έλεγχο προβλέ- 17. «... Όλοι βεβαίως εκείνοι, οι οποίοι καταρτίζουν γραπτά συντάγματα, θεωρούν αυτά ως αποτελούντα το θεμελιώδη και υπέρτατο νόμο του έθνους και, συνεπώς, η θεωρία κάθε τέτοιας κυβέρνησης πρέπει να είναι, ότι μια πράξη της νομοθετικής εξουσίας αντίθετη στο σύνταγμα είναι άκυρη. Η θεωρία αυτή συνδέεται ουσιωδώς με ένα γραπτό σύνταγμα και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτό ως μία από τις θεμελιώ- δεις αρχές της κοινωνίας μας... Αν, λοιπόν, τα δικαστήρια οφείλουν να σέβονται το σύνταγ- μα και το σύνταγμα είναι ανώτερο από κάθε κοινή πράξη της νομοθετικής εξουσίας, το σύ- νταγμα και όχι τέτοια πράξη πρέπει να διέπει την υπόθεση, στην οποία εφαρμόζονται και οι δύο ... Έτσι, η ιδιαίτερη φρασεολογία του συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών επι- βεβαιώνει και ενισχύει την αρχή, η οποία υποτίθεται ότι είναι ουσιώδης σε όλα τα γραπτά συντάγματα, ότι νόμος αντίθετος στο σύνταγμα είναι άκυρος· και ότι τα δικαστήρια, κα- θώς και οι άλλες υπηρεσίες, δεσμεύονται από το έγγραφο αυτό...». Βλ. την απόφ. αυτή σε Dοwling, op. cit., σ. 87 επ. 18. Πρβλ. The Federalist Papers, n° 78 ( Al. Hamilton ), έκδοση της New American Library, 1962, σ. 467 επ.: «Δεν υπάρχει καμιά γνώμη που στηρίζεται σε σαφέστερες αρχές από εκείνη ότι κάθε πράξη μιας εξουσίας αντίθετη με το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης, με την οποία ασκείται, είναι άκυρη. Συνεπώς, καμιά νομοθετική πράξη αντίθετη στο Σύνταγ- μα δεν μπορεί να είναι έγκυρη... Η ερμηνεία των νόμων είναι η ιδιαίτερη και προσιδιάζου- σα αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Ένα σύνταγμα είναι πραγματικά και πρέπει να θεωρείται από τους δικαστές θεμελιώδης νόμος. Συνεπώς, ανήκει σ’ αυτούς η διαπίστωση της έν- νοιάς του καθώς και της έννοιας οποιασδήποτε ιδιαίτερης πράξης προερχόμενης από το νομοθετικό σώμα. Αν εδώ θα συνέβαινε μια ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ των δύο, εκεί- νο που έχει την ανωτέρω υποχρέωση και εγκυρότητα θα πρέπει φυσικά να προτιμηθεί· με άλλες λέξεις, θα προτιμηθεί το Σύνταγμα και όχι ο νόμος, η θέληση του λαού απέναντι στη θέληση των αντιπροσώπων του ...». 19. Βλ. «Verfassungsgerichtsbarkeit in der Gegenwart», σ. 326 επ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=