ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ & ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 355 πουν ρητά τα Συντάγματα της Γερμανίας 20 , της Ισπανίας 21 και της Ιταλίας 22 . Ειδι- κότερα, κατά τα Συντάγματα αυτά, τα δικαστήρια δικαιούνται μεν να εξετάζουν παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα του εφαρμοστέου νόμου στην κρινόμενη υπόθεση, αλλ’ αν θεωρούν το νόμο αυτό αντισυνταγματικό, οφείλουν να παρα- πέμπουν τη λύση του ζητήματος της συνταγματικότητάς του στο Συνταγματικό Δι- καστήριο 23 . Έτσι, καθιερώνεται «το μονοπώλιο» του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη μη εφαρμογή των αντισυνταγματικών νόμων 24 . 20. Άρθρο 100 § 1 εδ. α΄: «Αν ένα δικαστήριο θεωρεί ένα νόμο, από την εγκυρότητα του οποίου εξαρτάται η απόφαση, ως αντισυνταγματικό, τότε οφείλει ν’ αναστέλλει τη διαδικασία και να προκαλεί την απόφαση του αρμόδιου για συνταγματικές διαφορές δικαστηρίου μιας Χώρας, αν πρόκειται για την παραβίαση του Συντάγματος αυτής, και από το Ομοσπονδιακό Συνταγ- ματικό Δικαστήριο, αν πρόκειται για παραβίαση του παρόντος Θεμελιώδους Νόμου». 21. Άρθρο 163: «Αν δικαστικό όργανο κρίνει, κατά τη διάρκεια μιας δίκης, ότι κανόνας με ισχύ νόμου, από την εγκυρότητα του οποίου εξαρτάται η απόφαση, όταν εφαρμοστεί στη συγκε- κριμένη περίπτωση, μπορεί να είναι αντίθετος με το Σύνταγμα, θα εισάγει το θέμα ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, στις περιπτώσεις, με τον τύπο και με τις συνέπειες, που θα ορίζει ο νόμος, που σε καμιά περίπτωση δεν θα έχουν αναβλητικό χαρακτήρα». 22. Άρθρο 1 του Συνταγματικού Νόμου 1 της 9.2.1948 και άρθρο 23 του Συνταγματικού Νόμου 87 της 11.3.1953: «Το δικαστήριο οφείλει να παραπέμπει αμέσως την κρίση του ζητήματος της συ- νταγματικότητας ενός νόμου, που τίθεται αυτεπαγγέλτως ή από τους διαδίκους κατά την εκδί- καση μιας υπόθεσης και δεν θεωρείται από αυτό ως «προφανώς αβάσιμο» («manifestamente infondata»), στο Συνταγματικό Δικαστήριο και ν’ αναστέλλει τη διαδικασία». 23. Πρβλ. το άρθρο 144 του Συντ. της Κύπρου: «1. Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντι- συνταγματικότητος νόμου ή αποφάσεως ή διατάξεως τίνος αυτών ουσιώδους διά την διά- γνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Το δικαστήριον, ενώπιον του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγμα- τικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ου αποφανθή επ’ αυτού το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.- 2. Μετ’ ακρόασιν των διαδίκων το Ανώτα- τον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το παραπεμφθέν αυτών ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την απόφασιν αυτού εις το δικαστήριον, όπερ είχε παραπέμψει το ζή- τημα.- 3. Η κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν τη δίκη διαδίκους, εν η δε περιπτώσει δέχεται ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξίς τις αυτών είναι αντισυνταγματική, επιφέρει την μη εφαρμογήν μόνον εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νό- μου τούτου ή της αποφάσεως ή της σχετικής διατάξεως αυτών». - Το άρθρο 34 §§ 2 και 5 του Συντ. της Ιρλανδίας προβλέπει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μόνο από το Ανώτερο και το Ανώτατο Δικαστήριο. 24. Η γερμανική θεωρία (βλ. Maunz, σε Maunz - Dürig - Herzog, op. cit., τ. ΙΙ, άρθρο 100, σ. 7, αριθ. περιθ. 1) και νομολογία (βλ. BVerfGE 7, 15) ομιλούν για «το μονοπώλιο απόρρι- ψης» («das Verwerfungsmonopol») ή Degenhart , op. cit., σ. 287, αριθ. περιθ. 773) για «την αρμοδιότητα απόρριψης» («Verwerfungskompetenz») του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που καθιερώνεται από το άρθρο 100 § 1 ταυ Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=