ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ & ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 357 συνταγματικότητας των νόμων 28 . Εντούτοις, η υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων θεωρήθηκε πάντοτε ως αυτονόητη υπό την ισχύ των Συνταγμάτων αυτών ενόψει της αυστηρότητάς τους. Τα δικα- στήρια άρχισαν να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων ήδη από το τέλος του προπερασμένου αιώνα 29 . Η Συνταγματική Επιτροπή της Β’ Αναθεωρητικής Βουλής απέρριψε πρόταση, κατά την οποία «ουδείς νόμος ισχύει αντικείμενος εις τας διατάξεις του Συντάγματος», με την αιτιολογία ότι ο κανόνας που προτείνε- ται με αυτή «προκύπτει αναμφισβητήτως εξ αυτής της φύσεως του Συντάγματος ως Θεμελιώδους Νόμου εκ του οποίου και μόνον λαμβάνει το κύρος η λοιπή νο- μοθεσία» 30 . Την εν λόγω υποχρέωση των δικαστηρίων αναγνώριζε η ερμηνευτι- κή δήλωση, που τέθηκε κάτω από το άρθρο 5 του Συντάγματος του 1927 (άρθρο 26 § 3 ισχύοντος Συντ.) και κατά την οποία «η αληθής έννοια της διατάξεως είναι ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μη εφαρμόζουν νόμον, ούτινος το περιεχό- μενον αντίκειται προς το Σύνταγμα» 31 . Την ερμηνευτική αυτή δήλωση επανέλαβε η διάταξη του άρθρου 93 § 4 του ισχύοντος Συντάγματος: «Τα δικαστήρια υπο- χρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα» 32 . Κατά τις σχετικές συζητήσεις, οι οποίες έγιναν στη Συνταγματική 28. Η υποχρέωση των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων καθιερωνό- ταν προφανώς από τη διάταξη του άρθρου 143 του Συντ. της Τροιζήνας (βλ. παραπάνω, σ. 65) και το Ψήφισμα της Γ’ Εθνικής Συνέλευσης του Μαΐου του 1827 (στοιχ. Α΄) που αφιέρω- νε το Σύντ. αυτό «εις την πίστιν της Βουλής, του Κυβερνήτου και τ ο υ Δ ι κ α σ τ ι κ ο ύ, διά να διατηρήται εν ακρίβεια...». - Την υποχρέωση αυτή των δικαστηρίων θέσπιζε ρητά το άρ- θρο 96 του Συντ. της Κρητικής Πολιτείας του 1907: «Τα δικαστήρια οφείλουν να μη εφαρμό- ζουν νόμον αντισυνταγματικόν». 29. Απόφ. 23/1897 του ΑΠ. - Βλ. Σκουρή - Βενιζέλου , οp. cit., σ. 24 επ. 30. Βλ. Δαβή - Παπαϊωάννου , οp. cit., σ. 116. 31. Την ερμηνευτική δήλωση πρότεινε η Συνταγματική Επιτροπή της Αναθεωρητικής Βουλής του 1926/1927 με την ακόλουθη αιτιολογία: «... Η Επιτροπή ενόμισε, κατά πλειοψηφίαν, ότι εν τη καθιερωμένη ανεξαρτησία των Δικαστηρίων, υποκειμένων εις τους νόμους του Κράτους και συνεπώς και εις τον υπέρτατον νόμον το Σύνταγμα, εννοείται και υποχρέωσις αυτών εις έρευ- ναν της αρμονίας του περιεχομένου του νόμου προς τας Συνταγματικάς διατάξεις. Αλλά προς πλήρη διασάφησιν του κειμένου εισηγείται εις την Βουλήν την αποδοχήν σχετικής ερμηνευ- τικής δηλώσεως κατά την διατύπωσιν της προτεινομένης τροπολογίας». Βλ. Εισηγητικάς Εκ- θέσεις της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, 1926-1927, σ. 5. 32. Το άρθρο 93 του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντ. δεν περιλάμβανε σχετική διάταξη, θεωρώντας προφανώς, όπως προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 100 § 1 στοιχ. ε΄ αυτού (ίδιου άρθρου του ισχύοντος Συντ.), ως αυτονόητη την υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων. Την προσθήκη τέτοιας διάταξης πρότεινε ο βουλευτής Γ.Β. Μαγκάκης με την τροπολογία της 23.1.1975, κατά την οποία «τα Δικαστήρια υποχρεούνται να μη εφαρμόζουν διατάξεις Νόμων, και εν γένει πράξεων Νομοθετικού περιεχομένου, αι οποίαι αντίκεινται εις το περιεχόμενον του Συντάγματος». Η Α΄ Υποεπιτροπή της Συνταγματι- κής Επιτροπής υιοθέτησε κατ’ ουσία ομόφωνα την τροπολογία αυτή, προσθέτοντας στο άρ- θρο 93 του Σχεδίου της Κυβέρνησης την ακόλουθη παράγραφο (4): «Τα δικαστήρια εξετά- ζουν την συνταγματικότητα των νόμων και δεν εφαρμόζουν νόμους αντικειμένους εις το πε-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=