ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονομίας 685 Επιχειρηματολογώντας αντίθετα από την κρατούσα νομολογία, θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν υφίσταται ούτε γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ούτε συνταγματική διάταξη η οποία να απαγορεύει την αναστολή αρνητικών διοικητι- κών πράξεων. Ειδικώς στον Κ∆∆ικ η σιωπή του άρθρου 200 στο ζήτημα αυτό και η ύπαρξη των άρθρων 205 § 3 και 210 θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η παλαιά νομολογία δεν επικυρώθηκε και ότι η αναστολή αρνητικών πράξεων είναι επιτρεπτή. 2. Αρμοδιότητα προς αναστολή (άρθρο 201 Κ∆∆ικ) Σύμφωνα με το άρθρο 201 εδ. α΄ Κ∆∆ικ αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής εκτελέσεως διοικητικής πράξεως είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύρι- ας υποθέσεως 13 . Σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της αυτής διατάξεως, σε κάθε περίπτω- ση αναρμοδιότητας, η αίτηση αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126Α 14 . 3. Λόγοι αναστολής (άρθρο 202 Κ∆∆ικ) (α) Η ανεπανόρθωτη βλάβη Ο πρώτος λόγος αναστολής είναι η ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος. Η κα- τάργηση της «δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης»ως παράλληλου προς την ανεπα- νόρθωτη βλάβη λόγου αναστολής με το άρθρο 34 ν. 3900/2010 κρίθηκε σε επίπε- δο πρότυπης δίκης ως συνταγματική. Και τούτο διότι τόσο ο νόμος, όσο και η νομο- λογία των Επιτροπών Αναστολών χρησιμοποίησε πάντοτε την έννοια της «δυσχε- ρώς επανορθώσιμης» βλάβηςως ισοδύναμη της έννοιας της «ανεπανόρθωτης βλά- βης». Ως ανεπανόρθωτη βλάβη νοείται όχι μόνο η κατά κυριολεξία μη αναστρέψιμη¸ αλλά και εκείνη της οποίας η αποκατάσταση υπό τις συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, είναι για τον διάδικο δυσχερής σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυ- νατεί πράγματι να την επιτύχει. Υπό την έννοια αυτή η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 202 § 1 Κ∆∆ικ δεν επιδίωξε κατ’ ουσία περιορισμό των λόγων προσωρινής δικα- στικής προστασίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, αλλά απέβλεψε στην αντιμετώπι- ση των προβλημάτων εφαρμογής της διατάξεως. Υπό την έννοια αυτή η νέα ρύθμι- 13.  Για περιπτώσεις ελλείψεως δικαιοδοσίας , βλ. ενδεικτικώς Τρ∆ΠρΑθ 46/2000, ∆ΦΝ 2001. 94, Τρ∆ΠρΑθ 206/2000, ∆ΦΝ 2001.94, Μ∆ΠρΑθ 459/2000, ∆ΦΝ 2001.94, Μ∆ΠρΑθ 221/2000, ∆ΦΝ 2001.94, Μ∆ΠρΑθ 135/2000, ∆ΦΝ 2001.94, Μ∆ΠρΗρακλ 71/2000. Για περιπτώσεις αναρμοδιό- τητας καθ’ ύλην, βλ. ενδεικτικώς Τρ∆ΠρΑθ 181/2000, ∆ΦΝ 2001.92, Τρ∆ΠρΑθ 819/1999, ∆ΦΝ 2001.92, Μ∆ΠρΑθ 41/2000, ∆ΦΝ2001.93, Τρ∆ΠρΑθ 417/2000, ∆ΦΝ2001.93, Τρ∆ΠρΑθ 67/2000, ∆ΦΝ 2001.93 κλπ. Για περιπτώσεις αναρμοδιότητας κατά τόπον , βλ. Τρ∆ΠρΑθ 1259/1999, ∆ΦΝ 2001.94, Τρ∆ΠρΑθ 906/1999, ∆ΦΝ 2001.95, ∆ΠρΑθ 1681/2001, Ε∆ΚΑ 2002.692. 14.  Έτσι αντικαταστάθηκε το εδάφιο β΄ με το άρθρο 18 ν. 3659/2008. Προ αυτού η αίτηση αναστο- λής απερρίπτετο, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 207 εδ. β΄. Το ∆ΕφΑθ 115/1999, Ε∆ΚΑ 1999.957 = ∆ 2000.374, είχε ορθώς θεωρήσει τη διάταξη αντίθετη προς το άρθρο 20 § 1 Συντ. ∆ιαφορετικά για τη διάταξη του άρθρου 207 εδ. β΄ η ∆ΕφΑθ 120/1999, Ε∆ΚΑ 2000.377. Βλ. λε- πτομέρειες σε: Λαζαράτο , όπ.π., αρ. 255 επ. 910 911

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=