Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 94 τους, όμως ο καθορισμός εκ μέρους του νομοθέτη ή της κανονιστικώς δρώ- σης ∆ιοικήσεως των αρμοδιοτήτων μιάς δημοσίας υπηρεσίας ανάγεται στην κανονιστική σχέση μεταξύ του Κράτους και των υπαλλήλων ως οργάνων του και δεν παρέχει σε συνδικαλιστικά όργανα έννομο συμφέρον για την ένδικη αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων αυτών 71 , ακόμη και αν διά της κανονιστικής ρυθμίσεως περιορίζονται οι αρμοδιότητες της δημοσίας υπηρεσίας, όπου ερ- γάζονται, και το αντικείμενο της εργασίας τους 72 . Εάν όμως διά της κανονιστικής ρυθμίσεως μεταβάλλεται η νομική μορφή της υπηρεσίας, δηλαδή από υπηρεσία του Κράτους ή ΝΠ∆∆ μετατρέπεται σε ανώ- νυμη εταιρεία, λειτουργούσα κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, και μεταβάλλεται το νομικό καθεστώς των εργαζομένων εις αυτήν, τότε ανα- γνωρίζεται ότι οι τελευταίοι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις σχε- τικές πράξεις 73 . Θα μπορούσε πάντως να διερωτηθεί κανείς γιατί να μη δίδεται η δυνατότη- τα σε υπαλλήλους να προσβάλουν κανονιστικές πράξεις που περιορίζουν τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας τους, όταν οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν άλλοτε προάγγελο ιδιωτικοποιήσεων και άλλοτε το προοίμιο της καταργή- σεως αυτής. Το θέμα του εννόμου συμφέροντος προκαλεί ενίοτε διχογνωμίες και μειοψη- φούσες απόψεις στην Ολομέλεια του ∆ικαστηρίου 74 . Στην περίπτωση προε- δρικού διατάγματος που επιμήκυνε τον χρόνο σπουδών στα ΤΕΙ, η πλειοψηφία έκρινε ότι το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, εν όψει της αποστολής που του αναθέτει η κειμένη νομοθεσία να παρακολουθεί και να εποπτεύει την εξέ- λιξη του τεχνικού δυναμικού της Χώρας και της συναφούς και στενώς συν- δεδεμένης με αυτήν τεχνικής εκπαιδεύσεως, είχε έννομο συμφέρον να προ- σβάλει το επίμαχο διάταγμα. Αντιθέτως, η μειοψηφία επεσήμανε ότι το ΤΕΕ δεν απεδείκνυε ότι υφίστατο άμεση βλάβη από το προσβαλλόμενο διάταγμα, αφού αυτό δεν ανεγνώριζε επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ΤΕΙ, τα οποία θα έθιγαν εκείνα των μελών του ΤΕΕ. Σε άλλη περίπτωση εκρίθη ότι η θέση που τυχόν έλαβε εκπρόσωπος του ΤΕΕ, ως μέλος γνωμοδοτικού οργάνου, κατά την επεξεργασία σχεδίου Π∆/τος, ήταν αδιάφορη και δεν στερούσε το ΤΕΕ του εννόμου συμφέροντος να προ- σβάλει το εν λόγω διάταγμα, διότι, κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως, 71.  ΣτΕ 1999/2000, 5067/1997. 72.  ΣτΕ 1521/1999. 73.  ΣτΕ 2166/2002. 74.  ΣτΕ 1958/2000.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=