ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
108 Δίκαιο προστασίας καταναλωτή Γ. ΔΕΛΛΙΟΣ Άρθρο 2 Ν 2251/1994 έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, όχι όμως για πολλαπλή χρήση αλλά μόνο για τη συ- γκεκριμένη συναλλαγή, και β) οι απλοί (μη προδιατυπωμένοι) όροι που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι, αν για τους αποδέ- κτες τέτοιων ενδιάμεσων μορφών συμβατικών όρων θα εξακολουθούν να ισχύουν οι απο- δεικτικές διευκολύνσεις που ισχύουν για τον αποδέκτη των ΓΟΣ 42 . Σε γενικές γραμμές επισημαίνεται ότι οι προδιατυπωμένοι όροι πολλαπλής χρήσης (ΓΟΣ) αποτελούν μόρφωμα «νομικά σχεδιασμένο να λειτουργεί κατά παραφθορά της λειτουργί- ας του συμβατικού μηχανισμού», γεγονός που συνεπάγεται μια «κοινωνικοτυπική και δο- μική αδυναμία, μόνιμη και εγγενή» για τα συμφέροντα του αποδέκτη τους και, ως εκ τού- του, η χρήση τους αναπόφευκτα συνδέεται με τεκμήριο έλλειψης δυνατοτήτων δικαιοπρα- κτικής αυτοδιάθεσης του πελάτη 43 . Αντίθετα στους προδιατυπωμένους όρους εφάπαξ χρή- σης ο κίνδυνος διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας θεωρείται περισσότερο περιστασια- κός και λιγότερο εγγενής 44 . Η μοναδικότητα της συναλλαγής δεν επιτρέπει στον προμηθευ- τή την ανάλωση σημαντικού χρόνου και χρήματος για τη διατύπωση των όρων προς όφε- λός του, όπως συμβαίνει με τους ΓΟΣ. Όμως οι προδιατυπωμένοι όροι εφάπαξ χρήσης δεν παύουν ν’ αποτελούν ένα έτοιμο συμβατικό έργο που «αδρανοποιεί» σε σημαντικό βαθμό τις διαπραγματευτικές ευχέρειες του αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή και το οποίο αυτός εκ των πραγμάτων δύσκολα θα μπορέσει να ανατρέψει 45 . Για το λόγο αυτό οι απόψεις στη θεω- ρία κρίνουν μεν γενικά αναγκαία την υποβολή και των όρων αυτών στον έλεγχο του άρθρου 2 Ν 2251/1994, διχάζονται όμως αναφορικά με την υπαγωγή τους ή μη στις αποδεικτικές δι- ευκολύνσεις που ισχύουν για τους ΓΟΣ και ιδίως στο τεκμήριο έλλειψης δυνατοτήτων δικαι- οπρακτικής αυτοδιάθεσης του αποδέκτη τους 46 . Τέλος, στους απλούς (μη προδιατυπωμέ- νους) όρους που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης η ανάγκη προστασίας εί- ναι -σε σχέση με την προηγούμενη κατηγορία- ακόμη περισσότερο περιστασιακή και σε κα- μία περίπτωση εγγενής, αφού εδώ πρόκειται για συνήθεις προτάσεις (ΑΚ 185 επ.) που γίνο- νται αποδεκτές από τον καταναλωτή χωρίς διαπραγμάτευση. Το ενδεχόμενο να συνιστούν οι προτάσεις αυτές επιλήψιμη προσπάθεια του προμηθευτή να εκμεταλλευτεί τυχόν ελλειμμα- τική κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του δεν μπορεί μεν να αποκλεισθεί, πρέπει όμως πρώτα, ως εξαιρετικό γεγονός, να αποδειχθεί από αυτόν που το επικαλείται. Κατά συνέπεια εδώ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πλέον το τεκμήριο έλλειψης δικαιοπρακτικής αυτοδιάθε- σης του πελάτη 47 . 42. Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτ. Δέλλιο , ΕΕΕυρΔ 2001,793 (826-836)· τον ίδιο , Προστασία ΙΙ (2001), 319-345. 43. Βλ. Παπανικολάου , Περί των ορίων (1991), 191, 197 επ.· Καράση, ΓΟΣ (1992), 31· Δέλλιο , Προστασία ΙΙ (2001), 269 επ. 44. Πρβλ. Παπανικολάου , ό.π., 197 επ.· τον ίδιο , Σύγχρονα ζητήματα (1995), 171 (180 επ.)· Δέλλιο , ό.π., 272. 45. Βλ. Αλεξανδρίδου , ΔΠρΚατ (1996), 100 (αριθ. 106)· Αυγουστιανάκη , ΚοινΑστΔ Ι (1995), 86 επ. 46. Αρνητικός σ’ ένα τέτοιο τεκμήριο ο Παπανικολάου , Σύγχρονα ζητήματα (1995), 180 επ., ο ίδιος , Περί των ορίων (1991), 197 επ. 47. Βλ. Απ . Γεωργιάδη , ΝοΒ 1994,321 (341)· Δέλλιο , Προστασία ΙΙ (2001), 272/3. Αντίθετος Σταθόπουλος, ΧρΙΔ 2010,497 (498, σημ. 4). 22
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=