ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ
ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ 2 Graz. Το 1898 έγινε εκδότης του «Archiv Für Kriminalanthropologie und Kriminalistik» και δημιουργός του ανακριτικού περιοδικού Kriminologie που προωθούσε τις βελτιούμενες μεθόδους επιστημονικής εξέτασης του εγκλήμα- τος. Το 1912 ίδρυσε το Μουσείο Εγκληματολογίας «Kriminalmuseum» στο πανεπιστήμιο του Graz. Στο βασικό του έργο ο Gross παραθέτει ποικίλες με- θόδους εντοπισμού του προφίλ της συμπεριφοράς των ανθρωποκτόνων, των εμπρηστών, των κλεπτών, των πλαστογράφων και των γυναικών που ψευδώς αυτο-ομολογούν βιασμό τους και υποστήριξε ότι οι εγκληματίες μπορούν να γίνουν αντιληπτοί από τα εγκλήματά τους –ή μέσω αυτών– διαμορφώνοντας παράλληλα τον εξαιρετικά χρηστικό όρο «modus operandi». Το 1935 οι John J. O’ Connell (υποδιευθυντής της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης και πρύτανης της αστυνομικής ακαδημίας) και Harry Soderman (επικεφαλής του Ινστιτούτου Αστυνομικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης) δημοσίευσαν το έργο «Modern Criminal Investigation» 5 , στο οποίο υποστήριξαν την άποψη ότι η γνώση του Modus Operandi των εγκλη- ματιών και των μεθόδων, η αντίληψή τους, η δεξιότητα, το πάθος, η τακτική και η επιμέλειά τους, μαζί με την ενστικτώδη διεξαγωγή της ανακριτικής εξέ- τασης, πρέπει να αποτελούν τα βασικά εργαλεία κάθε ανακριτικής εργασίας. Προς τούτο περιέγραψαν ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των «Sneak Thieves», «Pickpockets», «Swindlers», «Confidence Men» 6 , κατέτα- ξαν τους ληστές σε διαφορετικές κατηγορίες 7 , όπως επίσης, τους εμπρηστές και τους πυρομανείς 8 . Στους κορυφαίους σκαπανείς της Ανακριτικής ανήκει τέλος, ο Paul L. Kirk (1902-1970), ο οποίος γεννήθηκε στο Colorado και από το 1929 έως το 1945 υπηρέτησε ως καθηγητής της βιοχημείας στο πανεπιστήμιο του Berkeley, ενώ το 1937 υπήρξε διευθυντής του εγκληματολογικού προγράμματος του ιδίου πανεπιστημίου. Το 1953 δημοσίευσε το έργο του «Crime Investigation», μια μελέτη που πραγματεύεται την ανακατασκευή του εγκλήματος και υποστήριξε τη γνώμη ότι πρέπει να θεωρούμε το προφίλ του εγκληματία ως φυσική συ- νέπεια της εξέτασης της φυσικής (πραγματικής) ένδειξης 9 . Στην πρώτη έκδοση του έργου του σημειώνει: «Ένδειξη είναι ό,τι δεν λησμονείται. Αυτή δεν πρέ- πει να προκαλεί σύγχυση από την υπερδιέγερση και τη συγκίνηση της στιγ- 5. Βλ. σχετ., J. O’ Connell and H. Soderman, Modern Criminal Investigation, edited reprint, New York: Funk and Wagnalls, 1936. 6. Βλ. σχετ., O’ Connell and Soderman, ό.π., σελ. 330-335. 7. Βλ. σχετ., O’ Connell and Soderman, ό.π., σελ. 362-376. 8. Βλ. σχετ., O’ Connell and Soderman, ό.π., σελ. 382. 9. Βλ. σχετ., P. Kirk, Crime Investigation, 2nd ed., New York: John Wiley and Sons, 1974. Πρβλ. Kirk, Fire Investigation, New York: John Wiley and Sons, 1969.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=