ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ (Ν 4512/2018)

Παναγιώτης Γιαννόπουλος 91 ελάχιστη αμοιβή των 50 € (592 § 3 στ. δ΄) 14 , παρά το γεγονός ότι το οικονομικό διακύβευμα των υποθέσεων αυτών είναι συνήθως πολύ υψηλότερο από εκείνο των υποθέσεων διατροφής. Ακόμη η δικαιολογητική βάση της διαφοροποίησης της αμοιβής του διαμεσολαβητή μεταξύ τακτικής και ειδικών διαδικασιών δια- φαίνεται δυσδιάκριτη: αν υποθέσουμε ότι η καθιέρωση της ελάχιστης νόμιμης αμοιβής του διαμεσολαβητή αντιστοιχίζεται σε μια ελάχιστη απασχόληση με την υπόθεση, κανένα στατιστικό στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της εκδοχής ότι η τε- λική απασχόληση του διαμεσολαβητή θα είναι τελική βραχύτερη ή απλούστερη στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών σε σύγκριση με την τακτική. Η καθιέρωση ελάχιστης αμοιβής του διαμεσολαβητή κατά το άρθρο 194 ανεξάρ- τητα από το χρόνο απασχόλησης του και παρά το γεγονός ότι τα μέρη δικαιού- νται να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης (191 § 1, 182 § 4 Γ) δικαιολογεί ενδοιασμούς για τη συμβατότητα της προς το άρ- θρο 5 § 1 Συντ. στο μέτρο που καταλήγει εκ του αποτελέσματος στην καταβολή αμοιβής για μη παρασχεθείσα υπηρεσία. Ούτε είναι διακριτός στην περίπτωση αυτή κάποιος σκοπός δημοσίου συμφέροντος που να υπηρετείται μέσω της οι- κονομικής επιβάρυνσης του διαδίκου. Αμφίβολη αξιολογείται επίσης η προσφο- ρότητα της διευθέτησης σε ό,τι αφορά τη συμβολή της στην επίτευξη των στό- χων της νέας νομοθετικής ρύθμισης. Η προσφυγή στην υποχρεωτική προδικασία διαμεσολάβησης εμφανίζεται περιτ- τή στις περιπτώσεις που οι διάδικοι δεν έχουν την εξουσία διάθεσης του αντι- κειμένου της δίκης, όπως π.χ. στην περίπτωση της πλαγιαστικής αγωγής (72 ΚΠολΔ), των μη δικαιούχων διαδίκων, της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ, της τριτανακοπής (586 ΚΠολΔ), της αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης (897 ΚΠολΔ) και σε όσες περιπτώσεις η διαφορά αφορά στην άσκηση διαπλαστι- κού δικαιώματος όπου ο νόμος απαιτεί την απαγγελία της διάπλασης δια της δι- καστικής οδού. Η εμμονή στην τήρηση της προδικασίας υποχρεωτικής διαμεσο- λάβησης εμφανίζεται εδώ ως περιττός πλεονασμός, που παρεμποδίζει την πρό- σβαση του διαδίκου στη δικαιοσύνη χωρίς να θεραπεύει οποιονδήποτε εύλογο δημόσιο σκοπό ή συμφέρον. 14. Τουλάχιστον για τις περιπτώσεις όπου η αγωγή ασκείται πριν τη λύση του γάμου. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις καταγράφεται διχογνωμία. Βλ. υπέρ της εφαρμογής της τακτι- κής διαδικασίας όταν η αγωγή ασκείται μετά τη λύση του γάμου: Ποδηματά , Διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση. Γενικό διαδικαστικό πλαίσιο και ειδικές παρατηρήσεις στις διατάξεις των νέων άρθρ. 592-613 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν μετά τον Ν 4335/2015), ΧρΙΔ 2015, 641 επ= Τιμ. Τομ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 2016, σελ. 419 επ: 430-431∙ Απ. Γεωργιάδης , Οικογενειακό Δίκαιο, 2 η , 2017, § 13 αρ. 41, 42. Υπέρ της εφαρμογής της διαδικασίας των άρθρων 592 επ ΚΠολΔ, Μακρίδου , Ειδικές Δι- αδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2017, σελ. 116-117∙ Γιαννόπουλος , Οι ει- δικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το Ν 4335/2015, ΕΠολΔ 2015, 474: 477.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=