ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ (Ν 4512/2018)

152 Διοικητική Ολομέλεια Αρείου Πάγου (34/2018) ση μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Η διαμεσολάβηση διακρίνεται σαφώς από τη διαιτησία, όπου ο διαιτητής οριζόμενος από τα μέρη ή από τρίτη αρχή, εκδίδει δεσμευτική για τα μέρη απόφαση, που μπορεί να ακυρωθεί μόνο για συγκεκρι- μένους λόγους που ορίζονται στο νόμο περιοριστικά (άρθ. 897 ΚΠολΔ), ασκώ- ντας δικαιοδοτικό στην ουσία έργο και λειτουργώντας ως υποκατάστατο όργα- νο του τακτικού δικαστή. ΙΙ. Σχετική νομοθεσία Στο πλαίσιο της τάσης για τη θέσπιση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των ιδι- ωτικών διαφορών εκδόθηκε η με αριθ. 2008/52 Οδηγία «Θέματα διαμεσολά- βησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», γνωστή και ως Οδηγία Διαμεσολά- βησης (Mediation Directive). Στόχος της Οδηγίας κατά το άρθρο 1 παρ. 1 αυτής είναι να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και να προαγάγει τον φιλικό διακανονισμό τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης με- ταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. Παρόλο που κατά το γράμμα της η εφαρμογή της Οδηγίας αυτής περιορίζεται σε υποθέσεις δια- συνοριακών διαφορών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθ. 1 παρ. 2), ρητώς ορίζεται στο σημείο (8) του προοιμίου αυτής ότι (ανεξάρτητα από το πε- δίο που οι ρυθμίσεις της καταλαμβάνουν) «… τα κράτη μέλη μπορούν κάλλιστα να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές και σε εσωτερικές διαδικασίες διαμεσολάβη- σης». Ως χρόνος ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών ορίσθηκε η 21 Μαΐου 2011. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική εσωτερική έννομη τάξη αρχικά με τον Ν 3898/2010 (ΦΕΚ Α΄ 211/16.12.2010). Με το νόμο αυτό (άρθρο 2) ορίσθη- κε ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαμεσολάβηση με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμε- νο της διαφοράς. Αν και με τη διάταξη αυτή τίθεται ως προϋπόθεση της υπα- γωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση η συμφωνία των μερών, [πράγμα που ερείδεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ως έκφραση της ιδιωτι- κής αυτονομίας], στην αμέσως επόμενη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου Νόμου που αφορά τους τρόπους υπαγωγής μίας διαφοράς σε διαμεσολάβηση και σε εναρμόνιση με το άρθρο 3 (α) εδ. β΄ της Οδηγίας [που ορίζει ότι η δια- δικασία αυτή (της διαμεσολάβησης) μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των με- ρών, να προταθεί ή να διαταχθεί από το δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους], ορίσθηκε ότι «Διαμεσολάβηση είναι δυνατή: α) αν τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία μεσολάβησης πριν ή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, β) αν κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου [όπου το δικαστήριο στο οποίο η υπόθεση εκκρεμεί μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν σε δι-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=