Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΕΥΝΟΜΟΥΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι 115 σώπου λόγω της έξης αυτού, θα έπρεπε να οδηγεί (εξαιτίας της μειωμένης ενοχής) σε μείωση και όχι αναβάθμιση της ποινής 31 , (iii) να προσδεθεί γενικότερα η θεμελίωση κακουργηματικών μορφών αδικημάτων σε όρους που δεν αφήνουν γκρίζες ζώνες και διευκολύνουν μέσα από τον ορισμό τους το δικαστή για την ευχερή προσέγγισή τους στην πράξη. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, τόσο για την έννοια της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των εγκλημάτων, που ορθό θα ήταν να ορίζεται με βάση την πραγματική αποκομιδή εισοδήματος από την επανειλημμένη και συστηματική τέλεση της πράξης 32 , όσο και για την ιδιαίτερα μεγάλη αξία αδικημάτων οικονομικού περιεχόμένου, που δεν είναι ορθό να ορίζεται αριθμητικά, αλλά με ανα- φορά σε σαφή κριτήρια 33 , (iv) να εκκαθαριστεί το σύστημα από θεσμούς αμφίβολης δογματικής ταυτότητας, που αποβλέπουν σε κακουργηματοποίηση συμπεριφορών αλλά εν τέλει μόνο ερμηνευτικά προβλήματα δημιουργούν και επιβαρύνουν το έργο του δικαστή, όπως το οιονεί ενι- αίο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα περιουσιακής φύσης του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ 34 , το οποίο δημιουργεί σωρεία δογματικών προβλημάτων 35 (όπως π.χ. στο πεδίο της παρα- γραφής) 36 , (v) να περιοριστεί η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος με ρητή νομοθετική σύνδε- σή του με την επιδίωξη περιουσιακού οφέλους 37 , αλλά και να οριστούν με μεγαλύτε- ρη σαφήνεια τα στοιχεία για την ύπαρξη πραγματοπαγούς εγκληματικής οργάνωσης 38 , ώστε να ελεγχθεί η αδικαιολόγητη χρήση του θεσμού στην πράξη σε υποθέσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική του απαξία. Κατά τρίτο λόγο, πρέπει να εκκαθαριστεί το σύστημα από όλες τις εστίες αντισυνταγ- ματικότητας, αντιφάσεων, αλλά και πρόκλησης ερμηνευτικών δυσχερειών στο δικαστή 31. Βλ. έτσι η αιτιολογία του Σχεδίου της επιτροπής Μανωλεδάκη, ο.π. 258. 32. Βλ. έτσι Α. Ζαχαριάδη/Α.-Τ. Καζανά/ Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι/Ι. Ναζίρη/Θ. Παπακυριάκου/Κ. Χα- τζηκώστα/Ν. Χατζηνικολάου , σε Μ. Καϊάφα/Γκμπάντι (επιστ. εποπτ.), Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα, τομ. 3, ο.π., 301, 315. 33. Τα τελευταία πρέπει να επιτρέπουν την αναπροσαρμογή των ποσών της περιουσιακής ζημίας ή του οφέλους στο χρόνο χωρίς την επέμβαση του νομοθέτη, επιλογή που θα μπορούσε να αποτρέψει και το συχνό, αλλά απαράδεκτο, φαινόμενο της συστηματικής παραγραφής αδι- κημάτων λόγω της κατά καιρούς ανύψωσης των ποσών που θεμελιώνουν διακεκριμένες μορ- φές αυτών, βλ. σχετικά ο.π., 301-302, 315-317, πρβλ. και το Σχέδιο επιτροπής Μανωλεδάκη/ Συμεωνίδου-Καστανίδου , ο.π., 264. 34. Βλ. έτσι Σχέδιο επιτροπής Μανωλεδάκη/Συμεωνίδου-Καστανίδου, ο.π., 261. 35. Βλ. ενδεικτικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα με τον ν. 2721/1999, Υπερασπιση 1999, 1510επ., 1516επ., 1519-1520. 36. Βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι / Ν. Μπιτζιλέκη/Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, β΄έκδ. 2016, 288επ.. Βλ. σχετικά και Λ. Μαργαρίτη , σε Λ. Μαργαρίτη/Ν. Παρα- σκευόπουλου-Γ. Νούσκαλη, Ποινολογία, ο.π., 226-227 σημ. 118. 37. Πρβλ. για το σχετικό αίτημα M. Kaiafa-Gbandi , Towards a new approach of organized crime in the EU-New challenges for human rights, ZIS 2007, 545. 38. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου , Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, β΄ έκδ., 2017, 59.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=