ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΕΝΣΤΑΣΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ [23] Χ. ΜΕΪΔΑΝΗΣ 503 ΙΙΙ. Η Συμφωνία διαιτησίας Γίνεται δεκτό ότι η παραδοχή της ενστάσεως διαιτησίας και η παραπομπή σε διαιτη- σία προϋποθέτει την εγκυρότητα της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτη- σία, της οποίας το κύρος κρίνει παρεμπιπτόντως το πολιτικό Δικαστήριο. 16 Μάλιστα η σχετική παραπεμπτική ή μη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο ως προς το κύρος της ρήτρας 17 . Α. Το επιτρεπτό της συμφωνίας διαιτησίας Κατά το άρθρο 867 παρ. 1 ΚΠολΔ «διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπα- χθούν σε διαιτησία με συμφωνία ...». Θεμέλιο, επομένως, της δικαιοδοτικής εξουσί- ας των διαιτητών αποτελεί η διαιτητική σύμβαση, χωρίς την οποία δεν νοείται απο- κλεισμός της κρατικής δικαιοδοσίας (βλ. και άρθρα 8 παρ. 1 Συντ. καθώς και 264 ΚΠολΔ). Η συμφωνία καθίσταται, έτσι, εννοιολογικό γνώρισμα της διαιτησίας και ταυτοχρόνως συνταγματικό της προαπαιτούμενο 18 . Η διάταξη αυτή συνέχεται με το άρθρο 8 παρ. 1 Συντ. όπου ορίζεται ότι «κανένας δε στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή, που του έχει ορίσει ο νόμος». Από το συγκεκριμένο άρθρο εξ αντιδια- στολής συνάγεται το επιτρεπτό της συμφωνίας διαιτητικής επιλύσεως διαφορών 19 , ιδίως μάλιστα ενόψει της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. Βασική προϋπόθεση για την έγκυρη υπαγω- γή σε διαιτησία είναι το επίδικο δικαίωμα να μπορεί να διατεθεί ελευθέρως. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν 2735/1999, «συμφωνία διαιτησίας είναι η συμφωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισμένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ τους από μια έννο- μη σχέση, συμβατική ή μη συμβατική». Στον ΚΠολΔ αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υφί- σταται, χωρίς βέβαια αυτό να έχει αποθαρρύνει τα ελληνικά δικαστήρια από το να συναγάγουν ερμηνευτικά μια τέτοια λύση 20 . Ο νόμος είναι δυνατό να επιβάλλει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην ακώλυτη προσφυγή στη διαιτησία 21 , αρκεί όμως να μη φτάνουν στο σημείο να ματαιώνουν τη συνταγματικώς αναγνωρισμένη δυνατότητα διαιτητικής επίλυσης ορισμένων κατη- γοριών διαφορών 22 . Το Σύνταγμα, μάλιστα, αναγνωρίζει καταρχήν την εκούσια διαι- 16. Ενδεικτικά ΕφΠειρ 525/2014 ΔΕΕ 2014, 1204. 17. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 264, αριθ. 4. 18. Βλ. Κουσούλη , Θεμελιώδη προβλήματα της διαιτησίας, Β. Θεωρία, σελ. 16. Πρβλ. και Stein/ Johnas/Schlosser 22 , vor § 1025 Rdnr. 3. 19. Βλ. Κουσούλη , ό.π., σελ. 11· Φουστούκο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ ΙΙ, Εισαγ. άρ- θρων 867-903, αριθ. 5. Για το ότι οι διαιτητές δεν υπάγονται στην αόριστη νομική έννοια του νομίμου δικαστή βλ. Μπέη , Πολιτική δικονομία, τ. 20, σελ. 32 επ. 20. ΑΠ Ολ 8/1996 ΝοΒ 1997, 591, ΕφΠειρ 525/2014 ΔΕΕ 2014, 1204. 21. Βλ. Καλαβρό , Η εξουσία κρίσης των διαιτητών, σελ. 63. 22. Βλ. Μπέη , Πολιτική δικονομία, τόμ. 20, σελ. 35 επ. 5 6 7 8

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=