ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
375 Μέρος Γ - Εισαγωγή σή του– σε ορισμένη έννομη τάξη, με τη σύμπραξη μιας δημόσιας αρχής. Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείει τη χρήση της μεθόδου της αναγνώρισης (παραλλαγμένης εκδοχής της μεθόδου του κανόνα σύγκρουσης) στις καθαρά ιδιωτικές σχέσεις· αλλά στην περίπτωση αυτή αντιλαμβάνεται την αναγνώριση ως μέθοδο επικουρική του κανόνα σύγκρουσης, η οποία θα επιτελεί λειτουργία επιβεβαιωτική 936 . Στην πραγματικότητα, ο Mayer αντιλαμβάνεται τη μέθοδο της αναγνώρισης κατά τρόπο αφηρημέ- νο, ενώ ο Lagarde τη συνδέει αρκετά και με την εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο, όντας θετικό δίκαιο, είναι πλούσιο παραδειγμάτων εφαρμογής της μεθόδου αυτής και συγχρόνως απο- τελεί βάθρο στο θετικό δίκαιο για την εφαρμογή της. Η κοινότητα δικαίου ως θεμέλιο της μεθόδου αναγνώρισης. Είναι προφανές ότι η μέθο- δος αναγνώρισης επιβάλλεται περισσότερο στο πλαίσιο μίας κοινότητας δικαίου όπως εκείνη της ευρωπαϊκής τάξεως. Και αυτό γιατί η αναγνώριση είναι πολύ πιο ευχερής στο πλαίσιο κοινότητας δικαίου. Η ισχύς του τεκμηρίου υπέρ της αναγνώρισης (το τεκμή- ριο αναγνωρισιμότητας) είναι σαφώς πιο ενισχυμένη στις περιπτώσεις ενδοευρωπαϊκών σχέσεων προς αναγνώριση. Η επί της αρχής παραδοχή της μεθόδου αναγνώρισης και οι διαφωνίες προς διευκρί- νηση. Δεν υπάρχει, συνεπώς, αμφιβολία πως σήμερα τόσο στο θετικό δίκαιο (με μεγα- λύτερη ένταση στο ευρωπαϊκό δίκαιο), όσο και στο διεθνές δόγμα, η μέθοδος της ανα- γνώρισης γίνεται ευρύτατα αποδεκτή. Και πράγματι, μεγάλη ώθηση στη μέθοδο της ανα- γνώρισης δόθηκε από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Επί της αρχής, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρη- θεί ότι η μέθοδος αναγνώρισης έχει κατακτήσει τη θέση της στο θετικό δίκαιο και στη με- γάλη πλειοψηφία της διεθνούς επιστήμης. αποκρυσταλλωθεί, ιδίως μέσω της πράξης. Εν συνεχεία όμως, παραδέχεται πως κάθε παρέμβαση μιας αρχής σε μια έννομη σχέση συνιστά προνομιακή περίπτωση αποκρυστάλλωσης. Μου φαίνε- ται επίσης ενάντιο στην πραγματικότητα το να θέλουμε να διακρίνουμε στο πλαίσιο της ίδιας υλι- κής πράξης το ιδιωτικό negotium από το δημόσιο instrumentum και να υπαγάγουμε σε διαφο- ρετικό μεθοδολογικό καθεστώς το ένα από το άλλο. Στην πραγματικότητα, οι κρατικές/δημόσιες πράξεις σύμφωνα με το τυπικό κριτήριο παράγουν –πιθανώς όπως και άλλες– μία δέσμευση, ένα «δεδικασμένο» το οποίο καθεαυτό δεν είναι δυνατόν να διακριθεί από την ουσιαστικής φύσεως έννομη συνέπεια. Το σφάλμα αυτής της δογματικής θέσης φαίνεται πως έγκειται σε μία σύγχυση ανάμεσα στη συνέπεια της μεθοδολογικής οδού, η οποία παράγεται δυνάμει της παρέμβασης της κρατικής/δημόσιας αρχής σε μία ιδιωτική έννομη σχέση με την έννοια της ισχύος (τις έννομες συ- νέπειες που αναγνωρίζονται) καθώς και την έκταση της ισχύος αυτής. 936. Με βάση την εργασία της Καθηγήτριας Muir Watt επί της οριοθετικής (répartitrice) και ρυθμιστι- κής (régulatrice) λειτουργίας του κανόνα σύγκρουσης ( La fonction de la règle de conflit, op.cit.) διερωτάται κανείς εάν μία άλλη λειτουργία, η επιβεβαιωτική (confirmative) δεν μπορεί επίσης να αποδοθεί στον κανόνα σύγκρουσης αναφορικά με έννομες σχέσεις που αναπτύσσουν ισχύ σε μία δεδομένη έννομη τάξη, αλλά οι οποίες δεν είναι αποκρυσταλλωμένες. Η προσέγγιση αυτή προ- σομοιάζει με αυτή του Picone ( op.cit . βιβλιογραφία ενότητας) και τη θεωρία του επί της αρμόδιας έννομης τάξης, αν και σε διαφορετικό πλαίσιο. 522 523
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=