ΔΙΕΘΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) 45 χρήση προϊόντων. Περαιτέρω, η ΡΜΕΚ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μέτρων, δηλ. τόσο «τα μέτρα που λαμβάνονται στα σύνορα» (“border measures”, ήτοι, ιδίως, τελωνειακούς δασμούς, τις λοιπές επιβαρύνσεις επί των εισα- γωγών και των εξαγωγών, απαγορεύσεις και ποσοστώσεις εισαγωγών και εξαγωγών, άδειες εισαγωγής και τελωνειακές διατυπώσεις), όσο και «τα μέτρα που λαμβάνονται εντός των συνόρων» (“internal measures”, ήτοι, ιδίως, εσωτερικούς φόρους επί των προϊόντων και εσωτερικούς κανονι- σμούς που αφορούν στην πώληση, τη διανομή ή τη χρήση των προϊόντων). Ως προς το δεύτερο ερώτημα σχετικά με το αν το επίμαχο μέτρο πα- ρέχει «πλεονέκτημα, ευεργέτημα, προνόμιο ή ατέλεια», η ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων (panel) στην υπόθεση EC - Bananas III (1997) έκρινε ότι ένα μέτρο παρέχει «πλεονέκτημα», κατά την έννοια του Άρθρου Ι:1 της GATT 1994, όταν δημιουργεί ευνοϊκότερες δυνατότητες ανταγωνισμού ή επηρεάζει την εμπορική σχέση και την ανταγωνιστικότητα μεταξύ προϊό- ντων διαφορετικών προελεύσεων. Ως εκ τούτου, η έννοια του «πλεονεκτή- ματος» είναι ευρεία. Σύμφωνα με το Εφετειακό Σώμα του ΠΟΕ στην υπόθε- ση Canada – Autos (2000) το Άρθρο Ι:1 της GATT 1994 δεν αναφέρεται σε ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά σε κάθε πλεονέκτημα, όχι σε κάποια προ- ϊόντα, αλλά σε κάθε προϊόν προερχόμενο από ή προοριζόμενο για οποια- δήποτε άλλη χώρα. Ως προς το τρίτο ερώτημα σχετικά με το αν το πλεονέκτημα αυτό πα- ρέχεται «άμεσα και άνευ όρων» σε όλα τα «ομοειδή προϊόντα»: η ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων (panel) στην υπόθεση US - Tuna (21.5 - Mexico) (2015) διαπίστωσε σχετικά με την έννοια των «ομοειδών προϊόντων» ότι αυτή δεν ορίζεται στο πλαίσιο της GATT 1994, ενώ και η σχετική νομολο- γία, αναφορικά με την έννοια των «ομοειδών προϊόντων» στο πλαίσιο του Άρθρου Ι: 1, δεν είναι εκτεταμένη. Επέλεξε, λοιπόν, να βασιστεί στη νομο- λογία περί της έννοιας των «ομοειδών προϊόντων» στο Άρθρο III της GATT 1994 όπου επίσης χρησιμοποιείται η έννοια (βλ. αναλυτικά παρακάτω σ. 47), και σημείωσε, πρώτον, ότι ο καθορισμός του εάν τα προϊόντα είναι ομοειδή είναι, ουσιαστικά, η διακρίβωση της φύσης και της έκτασης της ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ τους (“competitive relationship between and among products”) και όχι η απλή εξέταση της φυσικής ομοιότητάς τους, και, δεύτερον, ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζονται χωρι- στά όλα τα σχετικά χαρακτηριστικά τους, συμπεριλαμβανομένων (α) των ιδιοτήτων τους, της φύσης και της ποιότητά τους, δηλαδή τα φυσικά χα- ρακτηριστικά τους (“physical characteristics”), (β) των τελικών χρήσεων των προσόντων (“products’ end-uses”), (γ) των προτιμήσεων και συνη- θειών των καταναλωτών όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα (“consumers’

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=