ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

912 Ν. ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Άρθ. 110Α ΓΕΝΙΚΟΜΕΡΟΣ εργαστηριακό έλεγχο που ορίζεται από τον Διευθυντή της οικείας κλινικής, φυλασσόμε- νος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται αιτιολο- γημένη γνωμάτευση και εκδίδεται σχετικό πιστοποιητικό από τον διευθυντή της οικείας κλινικής, τα οποία τίθενται στον ιατρικό φάκελο του κρατουμένου.Τέλος, ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης ή του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού διαβιβάζει αμέσως στον ειδικό πραγματογνώμονα τον ιατρικό φάκελο του κρατουμένου, αυτός δε, αφού τον συνεκτιμήσει, συντάσσει τη σχετική πραγματογνωμοσύνη. Περαιτέρω, υποστηρίζεται [ Παπαθανασόπουλος , 2016α] ότι σε ένα δημόσιο φορέα όπως ένα Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας προηγείται ιατρικός έλεγχος του αιτούντος κρατουμένου από ιατρούς αναλόγων ειδικοτήτων και με κλινικό και εργαστηριακό έλεγ- χο, ώστε να αξιολογηθεί η ασθένειά του και το ποσοστό αναπηρίας του και δεν νοείται αξιολόγηση του ΚΕ.Π.Α. με βάση ιατρικές γνωματεύσεις άλλων ιατρών, αφού η απλή επισκόπηση των ιατρικών εγγράφων, η βασιμότητα των οποίων δεν δύναται να ελεγ- χθεί, ή παλιότερων εξετάσεων ή γνωματεύσεων από τον φάκελο του αιτούντος κρατου- μένου, δεν αντικατοπτρίζουν την κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάσταση της υγείας του. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα εξυπηρετείτο ο σκοπός του νομοθέτη που είναι να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας του κρατουμένου κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του για την απόλυσή του και μάλιστα με αδιάβλητο και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Κατάδικοι νοσούντες από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS). Όσον αφορά ειδικά το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής (ή ανοσολογι- κής) ανεπάρκειας (ΣΕΑΑ/AIDS), επισημαίνεται ότι ο κατάδικος, για να δικαιούται να απολυθεί υπό όρο, πρέπει να νοσεί από αυτό, δεν αρκεί δηλαδή να είναι μόνο φορέ- ας του ιού HIV [ Καϊάφα-Γκμπάντι , Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2016, 601], αλλά πρέπει να εκδηλώνει συμπτώματα της νόσου. Δεν αρκεί επίσης ο κατάδικος να πάσχει από άλλη νόσο (π.χ. ηπατίτιδα C), αν αυτή δεν αποδεικνύεται ότι οφείλεται στο σύν- δρομο ούτε αποτελεί σύμπτωμά του (π.χ. διότι χρονικά προηγείται της ανίχνευσης του ιού HIV). Αν η υγεία του καταδίκου επιδεινώνεται για λόγους που δεν ανάγονται στη συγκεκριμένη νόσο, το θέμα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη ρύθμιση του άρθρου 557 ΚΠΔ περί διακοπής εκτέλεσης της ποινής [ΣυμβΠλημΠειρ 1564/2004 ΝΟΜΟΣ]. Δεν αρκεί, τέλος, ο κατάδικος να έχει χαμηλό αριθμό λεμφοκυττάρων, σύμφωνα με τον αμερικανικό ορισμό της νόσου, αλλά απαιτείται και να παρουσιάζει τουλάχιστον ένα από τα συμπτώματα που αναφέρονται σε ειδικό παράρτημα (IV) του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ ), σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ταξινόμηση [ΣυμβΠλημΠειρ 645/2010 αδημ.]. Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομοθετική ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ήδη παρωχημένη, δεδομένου ότι σήμερα από ιατρικής πλευράς αποφεύγεται η διάκριση μεταξύ «φορέα» και «νοσούντος» διότι δεν υπάρ- χει σαφής διαχωριστική γραμμή, όπως αποδεικνύεται και από τη διαφορά μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκού ορισμού του AIDS. Οι ασθενείς που πάσχουν από HIV λοίμωξη ταξινομούνται σε ένα από εννέα στάδια (A1, A2, A3, B1, B2, B3, C1, C2, C3) και η νόσος εξελίσσεται από τα αρχικά προς τα τελικά χωρίς να επανέρχεται σε ηπιό- τερο στάδιο, ακόμη κι αν όλα τα συμπτώματα έχουν στο μεταξύ υποχωρήσει [βλ. ειδι- κή ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο ΣυμβΠλημΠειρ 645/2010]. 5

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=