ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Γενικοί ορισμοί Άρθ. 177 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ 1035 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ οποία αναδέχεται ο δικαστής [βλ. Π. Καίσαρη, ό.π., σελ. 2258, Χ. Δέδε, Ποιν. Δικον., σελ. 265]. Η υποκειμενική πεποίθηση του δικαστή θα πρέπει να μεταφράζεται σε δι- κανικό λόγο αντικειμενικά προσβάσιμο και ελέγξιμο. Για το λόγο αυτό, η αιτιολογία της απόφασης συνιστά αναγκαίο σύστοιχο της ηθικής απόδειξης [βλ. Α. Παπαδαμάκη, Ποιν. Δικον., 2017, σελ. 257], καθότι διαφορετικά παραμονεύει ο κίνδυνος της απο- δεικτικής αναρχίας και της διαγνωστικής ασυδοσίας. Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων δεν θα πρέπει να παρερμη- νεύεται ως απόφαση κατά τη διαίσθηση του δικαστή, αλλά μόνον απαλλαγή των δικα- στών από νομικούς κανόνες αποδείξεως και σχηματισμό δικανικής πεποίθησης με βά- ση κάποια αντικειμενικά κριτήρια, όπως οι κανόνες της λογικής, τα διδάγματα της κοι- νής πείρας και οι ασφαλείς διαγνώσεις της επιστήμης και της τεχνικής [βλ. Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, Η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος αναίρεσης υπέρ του κατηγορουμένου, ΠοινΔικ 2012, 901 επ.]. Για τον λόγο αυτόν ως ορθότερος όρος προς αντικατάσταση εκείνου της ελεύθερης εκτίμησης αποδεικτικών μέσων προκρίνεται η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση αποδείξεων [βλ. Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, Η ελεύθερη αντικειμενική εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος αναίρεσης υπέρ του κατηγορουμένου, ΠοινΔικ 2012, 901 επ.]. Η συνταγματική επιταγή για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρθρο 93 παρ. 3 Συντ) ικανοποιείται μόνο εφόσον στη δικαστική απόφαση περιλαμβάνονται: α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν την κατηγορία, β) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα κρίσιμα για την καταδίκη πραγματικά περιστατικά· Η υ- ποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρ- θρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ [βλ. όμως παγίως αντίθετη νομολογία του ΑΠ σύμ- φωνα με τη οποία για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο γενικός κατ’ είδος προσ- διορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ .) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά· βλ. εν- δεικτικά ΑΠ Ολ 1/2018 ΠοινΔικ 2018,286, ΑΠ 79/2017 ΠοινΔικ 2018,378, ΑΠ 130/2017 ΠοινΧρ 2017,284, ΑΠ 1207/2016 ΠοινΔικ 2017,171, ΑΠ 131/2016 ΠοινΔικ 2017,284, ΑΠ 317/2015 ΠοινΔικ 2016,282, ΑΠ 1500/2011 ΠοινΧρ 2012,278, ΑΠ 1/2010 ΠοινΧρ 2011,17]· γ) διατύπωση συγκεκριμένων συλλογισμών από τους οποίους προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου, και δ) όταν η υπαγωγή των πραγ- ματικών περιστατικών στον σχετικό κυρωτικό κανόνα υπόκειται σε αμφισβητήσεις είναι επιβεβλημένο να αναφέρονται οι νομικοί λόγοι για την προκριθείσα επιλογή [βλ. Α. Παπαδαμάκη, Ποιν. Δικον., 2017, σελ. 258]. Έτσι, μέσω της υποχρέωσης αιτιολο- γίας ο δικαστής παρίσταται μεν ανέλεγκτος κατά συνείδηση, ελεγκτέος όμως ως προς την ορθότητα της κρίσεως [βλ. Μ. Παπαδογιάννη, άρθρο 177, σελ. 390]. Σε κάθε περίπτωση η εκτίμηση και αιτιολόγηση αυτή θα πρέπει να σέβεται τους κανό- νες της λογικής, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις ασφαλείς διαγνώσεις της επι- στήμης που αποτελούν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων και εισάγουν κάποιους περιορισμούς στην αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδει- κτικών μέσων, ώστε αυτή να μην οδηγήσει σε αυθαίρετες και άδικες αποφάσεις [βλ. Ι. 8 9 10

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=