ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθ. 177 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 1036 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, ό.π., ΠοινΔικ 2012,901 επ.]. Τα διδάγματα της κοινής πείρας διδάσκουν π.χ. ότι ένας δολοφόνος δεν αποκαλύπτει σε τρίτους και δεν διατυμπανίζει την ενοχή του προς πάσα κατεύθυνση, έτσι ώστε ένας μάρτυρας που καταθέτει, ότι ο κατηγορούμενος του εκμυστηρεύτηκε την πράξη του (ανθρωποκτονία με πρόθεση), θα πρέπει, εφόσον δεν υφίστανται άλλες ενδείξεις ενοχής, να αντιμετωπίζεται με σκε- πτικισμό, ιδιαίτερα όταν αποδεικνύονται γεγονότα που ενδεικνύουν τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, προκειμένου ο ίδιος να απαλλαγεί από τη δίωξη για αξιό- ποινες πράξεις [βλ. έτσι Ι. Φαρσεδάκη/Χ. Σατλάνη, ό.π., ΠοινΔικ 2012,901 επ., υπ. 23]. Ο δικαστής αποδεσμεύεται από ένα προκαθορισμένο σύστημα αξιολόγησης των απο- δεικτικών μέσων, όχι όμως και από τους κανόνες της λογικής των πραγμάτων. Σε αντίθεση με την πολιτική δίκη, όπου οι διάδικοι «αποδεικνύουν» και ο δικαστής οφείλει να δικαιοδοτήσει μόνο με όσα αποδεικτικά μέσα εισφέρουν στη δίκη οι πρώ- τοι, στην ποινική δίκη εκείνος που οφείλει να αποδείξει τη ενοχή είναι ο δικαστής και η αιτιολόγηση της κρίσης του είναι μέρος της απόδειξης. Στην ποινική δίκη η αιτιολο- γία έχει συστατικό για την απόδειξη χαρακτήρα, που είναι αποκαλυπτικός για το ότι η ενοχή του κατηγορουμένου καταφάσκεται εξ’ αντικειμένου «πέρα από λογική αμφι- βολία», έτσι ώστε να δικαιώνεται η υπέρβαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγο- ρουμένου [βλ. Α. Παπαδαμάκη, Η αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, ΠοινΔικ 2014,520 επ.]. Εξαιρέσεις από την αρχής της ηθικής απόδειξης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ- θρου 366 παρ. 2 ΠΚ η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση εκείνου που δυσφημίσθηκε με τον ισχυρισμό ή τη διάδοση του δυσφημιστικού γεγονότος, όταν τούτο συνιστά αξιόποινη πράξη και ασκήθηκε η σχετική εναντίον του ποινική δίωξη, δεσμεύει το δι- καστήριο που δικάζει στη συνέχεια την κατηγορία για δυσφήμηση, απλή ή συκοφα- ντική. Κατά τη κρατούσα στη νομολογία γνώμη, η αμετάκλητη αυτή κρίση δεσμεύει το δικαστήριο που δικάζει τη δυσφήμηση, όχι υπό την έννοια του κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ δε- δικασμένου, οι όροι του οποίου, μεταξύ των οποίων η έλλειψη ταυτότητας της πρά- ξεως και του υποκειμένου, δεν συντρέχουν, αλλά υπό την έννοια ότι από την αμετά- κλητη απαλλακτική κρίση παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο περί της αναλήθειας των γεγονότων τα οποία συνιστούν περιεχόμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυ- σφήμησης, έτσι ώστε να θεωρείται ανεπίτρεπτη, διότι άγει σε αντιφατική κρίση, η επά- νοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων [βλ. ΑΠ 154/1992 ΝοΒ 1992,1992, ΑΠ 1627/1998 ΠοινΧρ 1999,925, ΑΠ 797/1996 ΠοινΧρ 1997,972, ΑΠ 154/1992 ΝοΒ 40,750, ΑΠ 786/2002 ΠΛογ 2002,969, ΣτρατΑθ 126/2004 ΠοινΧρ 2005,558, ΑΠ 441/2008 ΠοινΧρ 2008,695· βλ. όμως αντίθετα ΑΠ 469/2008 ΠοινΧρ 2008,697, ΑΠ 210/2007 ΠοινΧρ 2007,311, ΑΠ 469/2008 ΠοινΧρ 2007,697]. Κατά την κρατούσα στη θεωρία γνώμη, ο χαρακτηρισμός του τεκμηρίου ως αμάχητου προσκρούει στις αρχές α) της δίκαιης δίκης, καθόσον αποστερεί τον κατηγορούμενο από την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, β) της αρχής της ηθικής από- δειξης, καθόσον ο δικαστής δεν είναι ορθό να μη μπορεί να δεχθεί το αντίθετο, έστω και αν από την αποδεικτική διαδικασία σχηματίσει γνώμη αντίθετη του τεκμηρίου, γ) του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ε) της αρ- 11 12 13

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=