ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθ. 177 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 1038 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Επίσης η πραγματογνωμοσύνη , η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέ- χνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει, όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ειδικότερα, εάν υπάρχουν δύο ή περισσότερες πραγματογνωμοσύνες, αντίθετες κατά περιεχόμενο, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να αιτιολογήσει την κρίση του αναφορικά με την αποδοχή της μιας εκ των δύο ή εκ των πολλών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ελεγχθεί το συμπέρασμά του [βλ. ΑΠ 1349/2016, δημ. ΝΟΜΟΣ]. Παράνομα αποδεικτικά μέσα (παράγραφος 2). Γενικά. Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ εισάγεται στην αποδεικτική διαδικασία εξαίρεση από τη αρχή της ηθικής απόδειξης, καθώς ο δικαστής δεν έχει την ελευθερία να αναζητεί τα αποδεικτι- κά μέσα με οποιοδήποτε τρόπο ή να εκτιμά ελεύθερα ένα αποδεικτικό μέσο που απο- κτήθηκε με παραβίαση των αντίστοιχων διατάξεων. Υπό τον όρο «αποδεικτικές απα- γορεύσεις» νοούνται οι περιορισμοί της αποδεικτικής διαδικασίας που αφορούν είτε στην απόκτηση είτε στην αξιοποίηση ορισμένου αποδεικτικού μέσου [βλ. Θ. Δαλακούρα, Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα: δογματικές βάσεις για τη θεμελίωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ ΜΣΤ/1996,321-347 και ιδίως σελ. 323], δηλαδή αποτελούν κανόνες δικαίου οι οποίοι περιορίζουν το καθή- κον διερεύνησης της αλήθειας σε όλα τα στάδια της ποινικής δικονομίας. Οι αποδει- κτικές απαγορεύσεις εισάγονται από τον νομοθέτη, όταν κρίνει ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις κάποια αποδεικτικά μέσα πρέπει να αποκλειστούν, επειδή από τη φύ- ση τους δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα ή ότι η απόκτηση ή αξιοποίησή τους θα είχε ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη βλάβη των ατομικών δικαιωμάτων του προσώ- που [βλ. Α. Κονταξή, άρθρο 177, σελ. 1215, Χ. Σεβαστίδη, ό.π., αριθ. 21, σελ. 2253]. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη του γερμανικού Oμοσπονδιακού Ακυρωτικού (BGΗ) με τη διατύπωση ότι: «Δεν αποτελεί αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου η αναζήτηση της αλήθειας με οποιοδήποτε τίμημα» (βλ. BGHSt, τ. 14, σελ. 358, 365). Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά βοηθητικό μέσο για την πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαίου και την απαραίτητη για το σκοπό αυτό διαπίστωση της αλήθειας [βλ. Α Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδ., 1998, σελ. 634]. Ο θεσμός των αποδεικτικών απαγορεύσεων εμφανίζεται ως η κορύφωση του ενδιαφέροντος του κράτους δικαίου για την ανάγκη προστασίας θεμελιακών και συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων απέναντι σε μία ενδεχομέ- νως χωρίς όρια έρευνα για τη διαλεύκανση του εγκληματικού φαινομένου σε μία ορ- γανωμένη κοινωνία [βλ. Ν. Δημητράτος, Η εξέλιξη του θεσμού των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, ΠοινΧρ 2001,5 επ.]. Η διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ αποτελεί μία γενική διάταξη για τα απαγορευ- μένα αποδεικτικά μέσα, ενώ υπάρχουν επιμέρους ειδικές διατάξεις, που αφορούν συ- 17 18 19

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=