ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Γενικοί ορισμοί Άρθ. 177 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ 1039 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ γκεκριμένα αποδεικτικά μέσα. Άλλωστε, οι αποδεικτικές απαγορεύσεις δεσμεύουν όχι μόνο το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας του ακροατηρίου, αλλά καταλαμβά- νουν όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας και άρα τυγχάνουν εφαρμογής και κατά το στάδιο της προδικασίας [βλ. ΑΠ 1713/2006 ΠοινΧρ 2007,792]. Απαγορεύσεις κτήσεως – Απαγορεύσεις αξιοποιήσεως. Οι αποδεικτικές απαγορεύ- σεις διακρίνονται σε απαγορεύσεις κτήσεως και σε απαγορεύσεις αξιοποιήσεως του αποδεικτικού μέσου. Οι πρώτες αφορούν το ίδιο το αποδεικτικό μέσο, το αντικείμενο της απόδειξης ή τη διαδικασία που ακολουθήθηκε προς απόκτησή του. Οι δεύτερες, αφορούν το στάδιο της αξιοποίησής του από τα αρμόδια όργανα με την έννοια της εξέτασης και της παραγωγής εννόμων συνεπειών από το υλικό αυτό στα διάφορα στά- δια της ποινικής δίκης και ιδίως στην κύρια διαδικασία [βλ. Χ. Νάϊντο, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, σελ. 5]. Αυτές οι δύο κατηγορίες αποδεικτικών απα- γορεύσεων τελούν σε σχέση προηγουμένου προς ακόλουθο: Εφόσον διαπιστώνεται η παραβίαση ενός κανόνα, που απαγορεύει τη διεξαγωγή μιας αποδεικτικής διαδικα- σίας, τίθεται ακολούθως το ερώτημα αν το παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο είναι αξιοποιήσιμο στην ποινική δίκη [βλ. Α. Τζαννετή, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόμιμη κτήση αποδείξεων, ΠοινΧρ 1995,5 επ.]. Έτσι γεννάται το ζήτημα αν μπορεί ο δικαστής να αξιολογήσει και να εκτιμήσει ελεύθερα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είναι καθεαυτά νόμιμα, παρήχθησαν όμως μέσω μίας άκυρης (ή και παράνο- μης) ανακριτικής πράξης. Κυοφορία – Εξέλιξη ρυθμίσεως. Το ζήτημα των αποδεικτικών απαγορεύσεων δεν έτυχε εξ’ αρχής ενιαίας νομοθετικής αντιμετώπισης, αλλά μέσω σποραδικών διατά- ξεων του ΚΠΔ, όπως οι ρυθμίσεις των άρθρων 31 παρ. 2 ΚΠΔ (για την εξαίρεση από τη δικογραφία της εγγράφου εξετάσεως υπόπτου χωρίς την τήρηση ων όρων του άρ- θρου), 211 ΚΠΔ (μη εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο), 212 ΚΠΔ (απαγόρευ- ση εξετάσεως μαρτύρων για τους οποίους συντρέχει περίπτωση επαγγελματικού απορρήτου), 222 ΚΠΔ (δικαίωμα αρνήσεως μαρτυρίας συζύγου και στενών εξ αίμα- τος συγγενών του κατηγορουμένου), 223 παρ. 4 ΚΠΔ (εξαίρεση από την υποχρέωση μαρτυρίας για περιστατικά, από τα οποία ήθελε προκύψει ενοχή του μάρτυρα για αξιόποινη πράξη), 273 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ (δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου). Με το άρθρο 2 παρ. 7 του Ν 2408/1996 προστέθηκε στο άρθρο 177 ΚΠΔ δεύτερη παρά- γραφος, το περιεχόμενο της οποίας είχε ως εξής: «Αποδεικτικά μέσα, που έχουν απο- κτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκει- ται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη η ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης». Έτσι, το ζήτημα των αποδεικτικών απαγορεύσεων βρήκε για πρώτη φορά ενιαία νομοθετι- κή ρύθμιση. Με τα δεδομένα αυτά, τα δικαστήρια της ουσίας πολλές φορές ως το 2008 αξιοποίη- σαν αποδεικτικά μέσα που είχαν εξασφαλισθεί μέσω της παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας, είτε με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε αξιόποινη παραβίαση απορρή- 20 21 22

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=