ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθ. 177 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 1042 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ότητά της, αφού κρίθηκε ότι το εν λόγω αποδεικτικό μέσο ήταν παράνομο, η δε συ- ναίνεσή της δεν αίρει την απαγόρευση για την επεξεργασία των κτηθέντων αρχείων προσωπικών της δεδομένων, ούτε και η αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι επρόκειτο για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς της]. Ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης κάμπτεται, όχι μόνο υπέρ, αλλά σε ορισμέ- νες περιπτώσεις και κατά του κατηγορουμένου, εφόσον τηρηθεί η αρχή της αναλογι- κότητας. Έτσι, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, όπου η απόλυτη αποδεικτική απαγό- ρευση θα οδηγούσε σε κατάλυση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., όταν, δηλαδή, το θύμα μόνο με την αξιοποίηση παράνομα κτηθέντος μέσου μπορεί να προστατευθεί, δηλαδή όταν το υλικό αυτό αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του, η χρησιμοποίηση του μέσου επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας [βλ. ΑΠ 653/2013 ΠοινΧρ 2014,34, ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006,857, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., ΠοινΔικ 2016,449, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών και αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δί- κη, ΠοινΔικ 2015,961 επ., Γρ. Τσόλιας, Η προστασία του ιδιωτικού βίου κατά την πρό- σφατη νομολογία του Αρείου Πάγου. Παρουσίαση αποφάσεων σχετικά με το απόρ- ρητο των επικοινωνιών, τη μαγνητοσκόπηση και τα παράνομα αποδεικτικά μέσα, ΠοινΔικ 2008,642 επ.]. Η έλλογη αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που έχουν κτηθεί παράνομα (όπως π.χ. λόγω παραβίασης του ιδιωτικού απορρήτου), είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξι- ών κατά την αποδεικτική διαδικασία, σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των έννομων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμ- μετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξή τους [έτσι, Γρ. Τσόλιας, ό.π., ΠοινΔικ 2008,642 επ.]. Όταν το έννομο αγαθό που πλήττεται από την παράνομη αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα, τότε κατ’ αρχάς κατι- σχύει της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και για το λόγο αυτό η χρή- ση αποδεικτικού μέσου που λήφθηκε ύστερα από βασανιστήρια αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (άρ. 2 παρ. 1 Συντ.) προστατεύεται ανεπιφύλακτα και προέχει απέναντι και στην αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Η απαξία της παρανομίας εν προκειμένω, υπερτερεί έναντι της αποδυνάμωσης της ποινικής λειτουργίας της Πολιτείας, της οποίας η ποινική αξίωση αποδυναμώθηκε, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον βασανισμό [βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 210-211, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., ΠοινΔικ 2016,449 επ.]. Αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν με προσβολή της ανθρώπινης αξι- οπρέπειας δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε καμιά περίπτωση, έστω και αν πρόκειται να εξιχνιασθεί το ειδεχθέστερο έγκλημα, επειδή η αξιοποίηση αυτή θα συνιστά εκ νέου προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας [βλ. Λ. Μαργαρίτη/Χ. Σατλάνη/Ι. Φαρσεδάκη, Διάλογος με την πρόσφατη Ποινική Νομολογία, ΠοινΔικ 2016,1 επ.]. Εάν και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ κάνει λόγο μόνο για αποδεικτικά μέσα που προέρχονται από αξιόποινες πράξεις, κατ’ ορθότερη εκδοχή, η απαγόρευση καταλαμβάνει και τα αποδεικτικά μέσα που προέρχονται από πράξεις που προσβάλ- 28 29 30

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=