ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Γενικοί ορισμοί Άρθ. 177 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Π. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ 1043 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ λουν συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου ή τρίτων, έστω κι’ αν αποκτήθη- καν με πράξη που δεν είναι αξιόποινη [βλ. Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 177, αριθ. 6, σελ. 365, Γ. Νούσκαλη, παρατ. στη ΔιατΕισΕφΘεσ (β. Θεοδώρου) 83-84/2003, ΠοινΔικ 2003,276, Χ. Σεβαστίδη, ό.π., αριθ. 34, σελ. 2264]. Η εξαίρεση του άρθρου 65 του Ν 4356/2015. Με το άρθρο 65 του Ν 4356/2015 «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» προβλέ- φθηκε ότι στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης κατά τις δια- τάξεις του άρθρου 17Α παρ. 8 εδάφιο α΄ του Ν 2523/1997 και του άρθρου 2 παρ. 5 εδάφιο α΄ του Ν 4022/2011. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλά- βη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτή- θηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία. Με τη διάταξη, λοιπόν θεσπίστηκε εξαίρεση από το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά και από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3, εάν και η τελευταία δεν αναφέ- ρεται ρητά στο κείμενο του νόμου, για πράξεις φοροδιαφυγής και διαφθοράς . Η διά- ταξη επικρίθηκε τόσο για αντισυνταγματικότητα, καθώς παραβιάζει ευθέως την υπέρ- τερης ισχύος διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Συντ., αλλά και την αρχή του κράτους δι- καίου που αποτρέπει την πρόταξη του αξιώματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» [βλ. Θ. Δαλακούρα, Η ανακριτική διαδικασία στα εγκλήματα διαφθοράς. Όρια επέμβασης στα δικαιώματα του ατόμου υπό το φως της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2016,1105 επ.], όσο για προχειρότητα και έλλειψη νομοτεχνικής αρτιότητας [ Α. Παπαδαμάκη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και «δίκαιη» δίκη, ΠοινΔικ 2016,449 επ., του ίδιου, Ποινική Δικονομία, 2017, σελ. 267-268]. Σε κάθε περίπτωση δημιουργείται προβληματισμός σε σχέση με την ιεράρχηση των εννόμων αγαθών από τον νομοθέτη, καθώς, ενώ για τα προσωπι- κά αγαθά συνεχίζει να ισχύει η απόλυτη απαγόρευση τη διάταξης του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, η τελευταία κάμπτεται για την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου. Όπως έχει παρατηρηθεί, ό,τι δεν επιτρέπεται για μια ανθρωποκτονία με πρόθεση, έναν βιασμό ή μια εγκληματική (ή τρομοκρατική) οργάνωση, επιτρέπεται για τη φορο- διαφυγή ή τη διαφθορά [βλ. Α. Παπαδαμάκη , Αποδεικτικές απαγορεύσεις και «δί- καιη» δίκη, ΠοινΔικ 2016,449]. Άλλωστε, και η ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως υιοθετήθηκε από τη θεωρία και τη νομολογία, επι- τρέπει τη χρήση παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, παρά την απολυτότητα της διατύπωσης, μόνο σε οριακές περιπτώσεις αποδεικτικής κατάστασης ανάγκης και επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας [βλ. Α. Παπαδαμάκη, Αποδεικτικές απαγο- ρεύσεις και «δίκαιη» δίκη, ΠοινΔικ 2016,449]. 31 32 33

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=