ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Α. ΑΛΑΠΑΝΤΑΣ 1047 Γενικοί ορισμοί Άρθ. 178 οδούς) και χωρίς την παρουσία αστυνομικού [ΓνωμΕισΑΠ 6/2004 ΠοινΧρ 2005,560 =ΠοινΔικ 2004,685= ΠΛογ 2004,918], η αυτοψία στην αστυνομική προανάκριση χω- ρίς να την έχει διατάξει το δικαστήριο [ΑΠ 290/2016, ΝΟΜΟΣ], η φωτογραφία και τα ίχνη αίματος προς συναγωγή ενδείξεων [ Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία ΚΠΔ, άρθρο 178, σελ. 372, Καίσαρης Π., ΚΠΔ, τ.Γ, 1984, άρθρο 178, σελ. 2277]. Η πρόταση από τον διάδικο μη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου και η άρνηση του δικαστηρίου να το αξιοποιήσει αποδεικτικά επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ [ Κωνσταντινίδης Α., Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξε- ων, ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση και ο αναιρετικός έλεγχος της ποινικής αιτιολο- γίας, ΠΛογ 2009,192. Μαργαρίτης Μ., ό.π., σελ. 372]. Η σειρά αναφοράς των αποδει- κτικών μέσων στο άρθρο 178 ΚΠΔ δεν έχει κάποια σημασία, δεν συνιστά δηλαδή ιε- ράρχησή τους ή πρόθεση διαφορετικής αξιολόγησής τους, δεδομένης και της αρχής της ηθικής απόδειξης με βάση το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ [ Κονταξής Α., ΚΠΔ, άρθρο 178, σελ. 1257, Σταραντζής Γ., ό.π., ΑρχΝ 1991,617]. Ενδείξεις. Μεταξύ των κυριότερων και ενδεικτικά απαριθμούμενων αποδεικτικών μέ- σων που προβλέπονται στο άρθρο 178 ΚΠΔ είναι και οι ενδείξεις. Ο ορισμός των εν- δείξεων δεν υπάρχει στον ισχύοντα ΚΠΔ (στην προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία υπήρχε σχετικός ορισμός στο άρθρο 95) και τούτο είναι έργο της επιστήμης. Ενδείξεις (INDICIA) καλούνται οι αποδείξεις, οι οποίες δεν είναι από μόνες τους επαρκείς και δεν αποδεικνύουν, δηλαδή δεν καθιστούν γνωστό αμέσως και καθ’ ολοκληρίαν το βασικό αντικείμενο της απόδειξης, αλλά έχουν με αυτό έμμεση σχέση και αναφορά και συνάγονται εξ αυτών συμπεράσματα, τα οποία διαφωτίζουν, καθιστούν δηλαδή γνωστό ή τουλάχιστον πιθανό το αντικείμενο της δίκης, π.χ. ο μάρτυρας καταθέτει ότι πώλησε στον κατηγορούμενο περίστροφο και το περίστροφο που βρέθηκε κοντά στον τόπο του εγκλήματος είναι ακριβώς αυτό που του πώλησε. Ομοίως ενδείξεις αποτελούν οι κηλίδες αίματος στα ενδύματα του κατηγορουμένου, ο θάνατος προσώ- που αμέσως μετά το γεύμα εκ συμπτωμάτων δηλητηριάσεως που υποδηλώνει την ύπαρξη δηλητηρίου στο φαγητό, η διέλευση του κατηγορουμένου εκ του επιδίκου τό- που, η ανεύρεση στον τόπο του εγκλήματος τσιγάρου της ίδιας καπνοβιομηχανίας με τα τσιγάρα που κάπνιζε ο ύποπτος, η παράλειψη του κατηγορουμένου, επί τροχαίου ατυχήματος, να ειδοποιήσει τις αστυνομικές αρχές ή η εξαφάνισή του και η φυγή του μετά το ατύχημα [βλ. και Καίσαρη Π., ό.π, σελ. 2286 επ., όπου και πλήθος παραδειγ- μάτων]. Η δικανική πεποίθηση του δικαστή που σχηματίζεται βάσει ενδείξεων θεμε- λιώνεται σε συλλογισμό (έμμεση απόδειξη), της οποίας η μείζονα πρόταση είναι αυτό που γίνεται δεκτό συνήθως εκ πείρας (π.χ. ο εξερχόμενος με μέτρα προφύλαξης τη νύ- κτα από ξένη οικία με πλήρη σάκο, συνήθως έχει διαπράξει κλοπή) και η ελάσσονα πρόταση είναι το βεβαιούμενο γεγονός [ Ζησιάδης Ι., Ποινική δικονομία, 1977, τ.Β, σελ. 150]. Αυτονόητη προϋπόθεση της αποδεικτικής ισχύος των ενδείξεων είναι, ότι αυτές θα πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους αλλά και να μην έρχονται σε αντίφαση με τις άλλες αποδείξεις, λ.χ. καταθέσεις μαρτύρων, διότι μόνον τότε βεβαιώνουν αναμφί- βολα το αντικείμενο της απόδειξης, καταλήγουν δηλαδή στην απόδειξη της ενοχής ή της αθώωσης του κατηγορούμενου. 2 3

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=