ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Άρθ. 178 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 1048 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Α. ΑΛΑΠΑΝΤΑΣ Διακρίσεις των ενδείξεων. Η κύρια διάκριση που παρουσιάζει περισσότερο πρακτι- κό και δικονομικό ενδιαφέρον είναι αυτή σε πραγματικές και προσωπικές ενδείξεις. Οι προσωπικές ενδείξεις, συνίστανται σε γεγονότα, πράξεις ή παραλείψεις ή συναισθή- ματα, που αναφέρονται στα ακόλουθα τρία κυρίως θέματα, την ύπαρξη κινήτρου που οδήγησε το δράστη στην τέλεση του εγκλήματος, τη συσχέτιση του δράστη με το έγκλημα και το «άλλοθι» του δράστη. Οι πραγματικές ενδείξεις μπορεί να βρίσκονται, είτε πάνω στο θύμα, είτε στο δράστη ή και στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος ακόμη και σε οποιονδήποτε άλλο τόπο. Οι ενδείξεις αυτής της κατηγορίας διακρίνονται περαιτέρω στα ίχνη, στα πειστήρια και στα διαγνωστικά σημεία. Επί πλέον, οι ενδείξεις διακρίνονται σε: α) ενδείξεις προηγούμενες, σύγχρονες και επόμενες της τέλεσης του εγκλήματος, β) ενδείξεις ενοχής και αθωότητας, γ) ενδείξεις άμεσες και έμμεσες, δ) εν- δείξεις γενικές και ειδικές και ε) ενδείξεις κοινές και ιδιαίτερες [βλ. Γκουρμπάτση Α., ό.π., σελ. 162 και Καίσαρη Π., ό.π., σελ. 2290 επ.]. Η σημασία της απόδειξης διά των ενδείξεων είναι σημαντική, για τους εξής λόγους: α) διότι το έγκλημα τελείται ενίοτε υπό το πέπλο της μυστικότητας, οπότε η άμεση από- δειξη αποβαίνει δυσχερής, β) η σύγχρονη ανάπτυξη των επιστημονικών μεθόδων κα- ταπολέμησης του εγκλήματος προσδίδει σ’ αυτές ιδιαίτερη αξία και γ) στοιχεία της εγκληματικής πράξης, όπως η υποκειμενική πλευρά αυτής, κυρίως με την έμμεση απόδειξη μπορούν να βεβαιωθούν [ Δέδες Χρ., Ποινική Δικονομία, 1983, σελ. 300 IV]. Ο όρος «ενδείξεις, εκτός από την έννοια του αποδεικτικού μέσου, κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, στις λοιπές διατάξεις του ΚΠΔ όπως στα άρθρα 245 παρ. 2, 282 παρ. 1, 311 παρ. 1 και 313, έχει ευρύτερη έννοια και σημαίνει το βαθμό πιθανότητας ενοχής και αντί- στοιχα αθώωσης του κατηγορούμενου για την τέλεση ενός εγκλήματος και που εξάγε- ται συμπερασματικά από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ανάλογα το στάδιο της ποινι- κής δίκης κατά την εκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου του υπάρχοντος αποδεικτι- κού υλικού και όχι μόνον των ενδείξεων (βλ. και την ανάλυση στα σχετικά άρθρα). Οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτου ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη, δεν αναφέ- ρονται στην απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων του άρθρου αυτού (όπως αντίθε- τα γίνεται στην πολιτική δίκη, στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ) και αποτελούν, κατά την κρατούσα άποψη, αποδεικτικό έγγραφο (που αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο κατ΄ άρθρο 364 ΚΠΔ) και όχι μαρτυρική κατάθεση [ΑΠ 1349/2011 ΠοινΧρ 2012,367 = Αρμ 2012,93, Λεμπέσης Ν., ό.π., ΠοινΧρ 1984,247], ανεξάρτητα αν δόθηκαν για την ποινική δίκη ή εν όψει συναφούς πολιτικής δίκης [ΑΠ 320/2005 ΠΛογ 2005,330]. Δεν απαιτείται η ειδική μνημόνευση τους στην ποινική δικαστική απόφαση [αντιθ. ΓνωμΕισΑΠ 6/2006 ΠοινΧρ 2008,467, προφανώς επηρεασμένη από τα ισχύοντα στην πολιτική δίκη, κατά την οποία, η ένορκη βεβαίωση, η οποία είναι επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, πρέπει να μνημονεύεται στην ποινική απόφαση ειδι- κά, χωρίς να αρκεί η γενική αναφορά της απόφασης σε έγγραφα και μαρτυρικές κατα- θέσεις]. Πάντως, υποστηρίζεται στη θεωρία και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία οι ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν έγγραφα, αλλά μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και να αξιοποιηθούν αποδεικτικά από το δι- καστήριο, λόγω παράβασης της αρχής της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας 4 5 6

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=