ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ & ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ 41 θνούς – και όχι μόνο – δικαίου του περιβάλλοντος, από κοινού με την αρχή της κυριαρχίας επί των εθνικών φυσικών πόρων και της υποχρέωσης μη πρόκλησης βλάβης στο περιβάλλον άλλων κρατών ή σε περιοχές εκτός της εθνικής δικαιοδοσίας, τις αρχές της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύ- νης και της συνεργασίας, τις αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης και την αρχή της περιβαλλοντικής ευθύνης και αποζημίωσης, ήτοι την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το ειδικότερο περιεχόμενο και οι στοχεύσεις της εί- χαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξή της σε μία ευρύτερη και υπερκείμενη ση- μασιολογικά έννοια, η οποία υπερτερεί, υπερέχει και υπερισχύει των λοιπών γενικών αρχών, τις οποίες και περικλείει. Σημειωτέον ότι η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας, συ- ναντάται αρκετές φορές ως αειφόρος ανάπτυξη ή αειφορία, έννοια με την οποία ταυτίζεται στην ελληνική έννομη τάξη, όπως προεκτέθηκε. Παρά την ταυτοσημία που αποδίδεται στις δύο αυτές έννοιες, ωστόσο, πρέπει να δι- ευκρινιστεί ότι πρόκειται για έννοιες, οι οποίες στην πραγματικότητα είναι απλώς παρεμφερείς και όχι πανομοιότυπες. Πιο συγκεκριμένα, αν και αμ- φότερες οι έννοιες αυτές υποδηλώνουν την ισόρροπη ανάπτυξη, η διαφορά τους έγκειται, κατά μία άποψη, στο γεγονός ότι η έννοια της βιωσιμότητας αναφέρεται κυρίως σε γενικούς οικονομικούς δείκτες, με στόχο την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η έννοια της αειφορίας παραπέμπει εννοιολο- γικά στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων 103 , ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης διαδραματίζει έναν εξισορ- ροπητικό ρόλο ανάμεσα στα ανταγωνιστικά συμφέροντα της περιβαλλοντι- κής προστασίας από τη μία πλευρά και της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυ- ξης από την άλλη πλευρά, ενώ η αρχή της αειφορίας έχει την έννοια της δια- τήρησης των περιβαλλοντικών αγαθών στο διηνεκές 104 . Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η αρχή της αειφορίας ναι μεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά ιδιαίτερα καθυστερημένα, μόλις το 2001, είχε όμως αποτυπω- θεί ως έννοια στην κοινή νομοθεσία 105 πολύ νωρίτερα, ενώ και το Συμβού- λιο της Επικρατείας είχε προβεί από πολύ νωρίς στη διαμόρφωση πλούσι- 103.  Τσάλτας Γ., Πλατιάς Χ., 2010, Ευρωπαϊκή Ένωση και Περιβάλλον: Ανατομία μίας κοι- νής ευρωπαϊκής πολιτικής , Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 59. 104.  Παπακωνσταντίνου Α., 2011, «Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα: Σύγχρονες πτυχές», Περιβάλλον και ∆ίκαιο , τ. 3, σελ. 439-440. 105.  Χαρακτηριστικοί ως προς αυτό είναι οι Ν 2508/1997 «Βιώσιμη οικιστική ανά- πτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 124/13.06.1997) και 2742/1999 « Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυ- ξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 207/07.10.1999).

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=