ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ & ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ 43 ώσιμης ανάπτυξης να προσαρμόζει το περιεχόμενό της στις εκάστοτε νομι- κές και πραγματικές δυνατότητες, αν και, σε κάθε περίπτωση, η έννοια αυτή οφείλει να συγκεράσει και να υπερβεί την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στο ανθρωποκεντρικό και το οικολογικό περιβάλλον και να διευρύνει την έννοια του περιβάλλοντος, κατά τρόπο ώστε να συγκλίνει προς την έννοια της ποιότητας ζωής 108 . Μία ακόμη συνέπεια της αμφισημίας αυτής είναι η νομολογιακή, ιδίως, διαμόρφωση επιμέρους αρχών, που συνδέονται με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και οι οποίες έχουν αποκτήσει μία σχετική αυ- τονομία. Πρόκειται, ειδικότερα, για την αρχή της ήπιας ανάπτυξης, που αφο- ρά στην οικιστική ανάπτυξη των μικρών νήσων, για την αρχή του σεβασμού της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, για την αρχή της ικανότη- τας ανασύστασης ή αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, καθώς επίσης και για την αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση αδυναμίας βελτίωσης του περιβάλλοντος, θα πρέπει να δια- τηρείται τουλάχιστον το υπάρχον status quo. Στις αρχές αυτές, μάλιστα, έρ- χονται να προστεθούν και οι κατοχυρωμένες στο ενωσιακό δίκαιο και ενσω- ματωθείσες στο εσωτερικό δίκαιο αρχές της ενσωμάτωσης και του υψηλού επιπέδου προστασίας 109 . Ωστόσο, η νομολογιακή αυτή απόπειρα αντιμετώπισης της έλλειψης ορι- σμού της βιώσιμης ανάπτυξης δεν αρκεί. Η συνταγματική κατοχύρωση της έννοιας αυτής έχει ως συνέπεια την απόδοση στην έννοια αυτή υπερ- νομοθετικής ισχύος και, κατ’ ακολουθίαν, το δικαστικό έλεγχο της εξειδί- κευσης του περιεχομένου της από την κοινή νομοθεσία και την κανονιστι- κώς δρώσα ∆ιοίκηση. Για το λόγο αυτό, η ανάδειξη της βιώσιμης ανάπτυ- ξης σε συνταγματική αρχή κατέστησε ακόμη πιο επιτακτική την αποσαφήνι- ση του περιεχομένου της έννοιας αυτής, καθώς επίσης και των όρων εφαρ- μογής της, προκειμένου η αρχή αυτή να μη μετατραπεί ούτε σε μία άκαμπτη έννοια, που θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα κάθε αναπτυξιακού εγ- χειρήματος, ούτε, όμως, και σε μία ελαστικότατη έννοια, ικανή να δικαιολο- γήσει κάθε απόφαση των οργάνων της Πολιτείας 110 . Εξάλλου, βασικό κίνη- τρο για την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος υπήρξε η βούληση 108. Κοκκώσης Χ., 1993, «Πολιτική περιβάλλοντος», στο Γετίμης Π., Γράβαρης ∆., 1993, Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική – Η σύγχρονη προβληματική , Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 361 επ. 109. Κουτούπα – Ρεγκάκου Ε.,2008, ∆ίκαιο του Περιβάλλοντος , Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 55 επ. 110. Κοντιάδης Ξ., 2002, Ο νέος Συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001 , Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ. 397.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=