ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΣΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΕΝΑ MINI MANIFESTO
31 Ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις και τα όρια του ελέγχου τους από τους δικαστές. I. Σε όποιες επιτροπές, διορίζονται ως μέλη δικαστές, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λειτουρ- γούν ως δικαστές. Γι αυτό τους βιάζει ο νόμος. Σημαίνει δηλαδή ότι πρέπει να καταθέτουν την ανεπηρέαστη γνώμη τους, ως μελών της ανεξαρτήτης δικαστικής λειτουργίας. Αλλιώς, ο νόμος θα έβαζε στη θέση τους οποιονδήποτε υπάλληλο. Με το πνεύμα αυτό λοιπόν, πρέπει να ερευνούν και να εκτιμούν οποιαδήποτε νόμιμα δικαιολογητικά προσάγονται ενώπιόν τους. Και με την δέ- ουσα δυσπιστία. Ιδίως όταν η επίμαχη κρίση τους αφορά πρόσωπα με διακίνηση ή ιδιοποίηση μεγάλων χρηματικών ποσών σε δύσοσμες υποθέσεις. Προεχόντως να ερευνούν εάν τα πιστοποι- ητικά είναι γνήσια ως προερχόμενα όντως από τα πρόσωπα που φέρονται ότι τα υπογράφουν. Σε καταφατική περίπτωση εν συνεχεία, να ερευνούν εάν οι κρίσεις που περιέχονται στα πιστο- ποιητικά, έστω και τεχνικής φύσεως (π.χ. ιατρικές) είναι τυχόν προφανώς ύποπτες, ή αντίθετες με προφανή πράγματα. Σάμπως ας πούμε να πρόκειται για κρίση πραγματογνωμοσύνης που δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Κατά το άρθρο 368 του Κ.Πολ.Δικ., πραγματογνώμονες ορίζονται από το δικαστήριο «... αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Οπότε το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει να δοθούν για την πραγματογνωμοσύνη «ή άλλες πληροφορίες» (άρθρο 384 του Κ.Πολ.Δικ.). Εν πάση, όμως περι- πτώσει «το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων» (Κ.Πολ.Δικ.). Ανάλογα ισχύουν στην ποινική δίκη. Μάλιστα κατά την παρ. 2 του άρθρου 197 του Ποιν. Δικ., αν η γνωμοδότηση που παρέδωσαν οι πραγματογνώμονες «... είναι ασαφής, ή αόριστη, ή αντιφατική, ή αντίθετα σε άλλα περιστατικά ... διατάσσεται νέα πραγματογνωμοσύνη. Αυτό γίνε- ται από άλλους πραγματογνώμονες, στους οποίους μπορούν να προστεθούν και ένας ή περισ- σότεροι από εκείνους που διορίστηκαν την πρώτη φορά». Προεχόντως κατά το άρθρο 177 του Κώδ. Ποιν. Δικ., τίθεται η «Αρχή της ηθικής αποδείξεως». Κατ αυτήν «οι δικαστές δεν είναι υπο- χρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνειδήσεως τους και οδηγούμενοι από την απρο- σωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγμα- τικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία άλλων αποδείξεων». Συνεπώς έτσι πρέπει να σκέπτεται ο δικαστής. Ιδιαίτερα όταν αμφιβάλλει πρέπει να σκέφτε- ται και να ξανασκέφτεται το πρόβλημα, λαμβάνοντας υπ όψιν του αυτεπαγγέλτως και τα διδάγ- ματα της κοινής πείρας, κατ άρθρ. 144 παρ. 3 του Κώδ. Διοικ. Δικ. και όπως έλεγαν και οι βυ- ζαντινοί «ου δει μεταποιείν, τα πρόδηλον ερμηνείαν έχοντα». Εάν ορίζει ο νόμος ότι η έκθεση του πραγματογνώμονα δεσμεύει τον δικαστή, τότε ο νό- μος αυτός θα είναι αντισυνταγματικός. Ακόμα και οι «υποχρεωτικές γνωμοδοτήσεις» ως εκτελε- στές διοικητικές πράξεις στο διοικητικό δίκαιο, ελέγχονται δικαστικά με την αίτηση ακυρώσεως. Αυτές τις ημέρες (αρχές Σεπτεμβρίου 2018), συζητείται γενικώς η ανατροπή του βουλεύμα- τος με το οποίο αποφυλακίστηκε ο καταδικασμένος σε 21 χρόνια κάθειρξης, για υπεξαίρεση δη- μόσιου χρήματος πολύ μεγάλου ποσού Χ. Ειδικότερα, στα Μέσα του Αυγούστου του τρέχοντος έτους, μετά από προσφυγή του Χ, στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, επέτυχε αυτός την υφ’
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=