ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

1135 ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εξ αδιαθέτου διαδοχή Άρθ. 1820 Συμμετοχή του επιζώντος συζύγου στην κληρονομία. Ο σύζυγος που επιζεί συντρέχει με τους κληρονόμους της πρώτης τάξης, στο 1/4 της κληρονομίας. Αυτός αν εκπέσει η μερίδα του προσαυξάνει τις μερίδες των συγγενών της τάξης με την οποία καλείται (βλ. ΠΠρΟρεστ 39/2004 Αρμ 2005,1237). Αν δεν υπάρχουν συγγενείς καμί- ας τάξης γιατί αυτοί προαποβίωσαν ή εξέπεσαν, ο επιζών σύζυγος καλείται στο σύ- νολο της κληρονομιαίας περιουσίας. Το ποσοστό του επιζώντος συζύγου παραμένει το ίδιο και όταν συγκληρονομεί με τέκνα του κληρονομουμένου από άλλο γάμο (βλ. Αστ. Γεωργιάδη ΕρμΑΚ 1820 αρ. 29). Το ποσοστό του δεν επηρεάζεται από τυχόν απο- ποίηση ή εν γένει έκπτωση των κατιόντων ή ανιόντων του κληρονομουμένου. Αν με- τά την έκπτωση κατιόντων ή ανιόντων και ελλείψει κατιόντων η κληρονομική μερί- δα τους επαχθεί ως κατά προσαύξηση μερίδα στους λοιπούς συγγενείς που κληρονο- μούν στην ίδια τάξη (βλ. Καράκωστα , Αστ. Κώδ. άρθρο 1820 αρ. 564). Προϋπόθεση θεμελίωσης του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος ο γάμος. Το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συζύγου προϋποθέτει την ύπαρξη γάμου. Να υφίσταται αυτός κατά τον χρόνο της επαγωγής (βλ. Αστ. Γεωργιάδη ό.π. αρ. 17β). Να μην έχει λυθεί κατά τον χρόνο της επαγωγής με αμετάκλητη δικαστική απόφαση δια- ζυγίου (βλ. ΠΠρΑθ 8998/85 Δ 17,89). Η ΑΚ 1822 όμως αρκείται στην άσκηση της αγω- γής διαζυγίου για βάσιμο λόγο για να στερήσει από τον επιζώντα σύζυγο το κληρονο- μικό του δικαίωμα. Η δήλωση και κατά την δεύτερη συζήτηση (ΑΚ 1441 παρ. 2) της βούλησης των συζύγων να λύσουν τον γάμο ισοδυναμεί με την άσκηση αγωγής κατά την έννοια της ΑΚ 1822 (βλ. Γαζή ΝοΒ 1983,1462, Παπαντωνίου , Κληρ. Δικ. παρ. 90). Γάμος νοείται ο υποστατός. Ορισμένη διάρκεια γάμου δεν θέτει ο νόμος (βλ. ΑΠ 1761/87 ΕλλΔνη 29,1380, ΕφΑθ 8752/85 ΕλλΔνη 27,326). Ο επιζών σύζυγος δεν κλη- ρονομεί τον αποβιώσαντα αν ο άκυρος ή ακυρώσιμος γάμος ακυρώθηκε με αμετά- κλητη δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή ο γάμος λογίζεται μη υφιστάμενος κατά τον χρόνο της επαγωγής και επομένως ανατρέπεται αναδρομικά και η επαγωγή προς τον επιζώντα σύζυγο (βλ. Γεωργιάδη Κληρ. Δικ. παρ. 28 αρ. 11, Ψούνη Κληρ. Δικ. σελ. 298, Βουζίκα Κληρ. Δικ. σελ. 212). Αν δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφα- ση έως τον θάνατο του κληρονομουμένου τρίτος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να συνεχίσει τη δίκη. Αν δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης, εφόσον δεν επιδιώκε- ται αυτή λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, ο τρίτος μπορεί να ασκήσει τη σχετική αγω- γή εφόσον έχει έννομο συμφέρον (βλ. Παπαντωνίου , ό.π., Αστ. Γεωργιάδη ό.π. αρ. 21). Ο επιζών σύζυγος δεν χάνει το κληρονομικό δικαίωμα παρά την ακύρωση του άκυρου ή ακυρώσιμου γάμου μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου εφόσον αγνο- ούσε κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου την ακυρότητα (ΑΚ 1383) (βλ. Γεωργιάδη/ Σταθόπουλο , Αστ. Κώδ. άρθρο 1820 αρ. 4), διότι για τον καλόπιστο σύζυγο η ακύ- ρωση ενεργεί μόνο για το μέλλον και συνεπώς δεν ανατρέπει το κληρονομικό του δι- καίωμα. Σε περίπτωση κήρυξης σε αφάνεια ενός από τους συζύγους ο επιζών σύζυ- γος κληρονομεί τον άφαντο. Ο σύζυγος που άσκησε την αγωγή λύσης του γάμου λό- γω αφάνειας δεν χάνει το κληρονομικό του δικαίωμα καθόσον κατά το χρονικό ση- μείο γέννησης του κληρονομικού του δικαιώματος, ο γάμος υφίσταται (βλ. Μπαλή , Κληρ. Δικ. παρ. 122, Αστ. Γεωργιάδη ό.π. αρ. 19). 1 2

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=