Η ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
110 Η αδημοσίευτη μη γνήσια κοινοπραξία εκτέλεσης τεχνικού έργου ο ερμηνευτής του δικαίου δεν μπορεί να αντλήσει από τις κρίσιμες κάθε φορά συμφωνίες επιχειρήματα είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση, τότε θα πρέπει, όπως ελέχθη ανωτέρω 229 , να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ένα τεκμή- ριο «εταιρικού χαρακτήρα» για όλα τα καθήκοντα προς παροχή που προβλέ- πονται/μνημονεύονται στην εταιρική σύμβαση. Και τούτο ανεξάρτητα από το αν διαλαμβάνεται ή όχι στο εταιρικό συμφωνητικό πρόβλεψη περί καταβολής ανταλλάγματος στον/ους εταίρο/ους. Όλες, αντίθετα, οι λοιπές παροχές που δεν έχουν τη «ρίζα»/νομικό τους θεμέλιο στην εταιρική σύμβαση, με άλλα λόγια, όσες δεν ρυθμίζονται ρητά σ’ αυτήν, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα εξωεταιρικών ανταλλακτικών συμφωνιών. Η αντιπαροχή που συνήθως προβλέπεται (τίμημα σε περίπτωση πώλησης, μί- σθωμα σε περίπτωση εκμίσθωσης κ.λπ. ), τόσο όταν οι εισφερόμενες σε μια μη γνήσια κοινοπραξία παροχές αποτελούν αντικείμενα «μη γνήσιας εισφοράς» όσο και όταν υπάγονται στην έννοια της «παροχής» στο πλαίσιο εξωεταιρικών ανταλλακτικών σχέσεων, συνίσταται συνήθως στην καταβολή, ανεξάρτητα από το αν θα επιτευχθεί ή όχι κέρδος από το εκτελούμενο από την κοινοπρα- ξία έργο, ενός συγκεκριμένου χρηματικού ποσού 230 . Το ύψος του επιμετρά- ται συνήθως με βάση την αρχή της κάλυψης του κόστους. Αυτό σημαίνει ότι αποκαθίστανται/καταβάλλονται στους κοινοπρακτούντες μόνο τα έξοδα που συνεπάγεται για τους ίδιους η παροχή αυτή καθ’ εαυτή, κατ’ αποκλεισμό του συνηθισμένου περιθωρίου κέρδους 231 . Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να δι- ασφαλισθεί ότι η πραγματοποίηση κέρδους από την κοινοπρακτική σύμπραξη θα καταστεί δυνατή για τους συμπράττοντες μετά την εκτέλεση του έργου και όχι εκ των προτέρων, μέσω των εισφερόμενων παροχών. Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου οι συμπράττοντες συμφωνούν ότι οι παροχές τους προς την κοινοπραξία θα γίνονται με τους όρους που θα γίνονταν και άρθρο 4 § 1 παροχές λαμβάνουν χώρα επί τη βάση διμερών ενοχικών δικαιοπραξιών, ήτοι ως παροχές στο πλαίσιο εξωεταιρικών συμβατικών σχέσεων της εταιρίας με τους κοινοπρακτούντες». 229. Βλ. ανωτέρω υπό υπό § 3 Ι, 4 β, αα. 230. Σύμφωνα με τον Weitze , ό.π., σελ. 72, η καθιερωμένη αυτή πρακτική αποδεικνύεται, ενόψει του γεγονότος ότι σ’ ένα συνηθισμένο κατασκευαστικό έργο η αξία των ει- σφορών αυτών καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους του έρ- γου, όχι απλά σκόπιμη αλλά και αναγκαία καθώς άνευ αυτής οι εταίροι, λαμβάνοντας υπόψη και τη συνήθη διάρκεια που εμφανίζουν τα κατασκευαστικά έργα, θα έπρεπε ουσιαστικά να χρηματοδοτούν τις παροχές τους επιβαρυνόμενοι ιδιαίτερα. 231. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη γερμανική έννομη τάξη έχει συνταχθεί για το σύνολο των μηχανημάτων και εργαλείων που χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο μια λίστα (Baugerätelist) στην οποία προσδιορίζεται αναλυτικά το κόστος που συνεπάγε- ται για την επιχείρηση η εισφορά ορισμένου/ων μηχανήματος/ών σε μια κοινοπραξία. Βλ. σχετικά Weitze , ό.π., σελ. 78. Βλ. επίσης και FIEC, Standard Contract, άρθρο 19, όπου γίνεται παραπομπή σε αντίστοιχες λίστες που ισχύουν στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ολλανδία.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=