ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ 150 στωνε ελλιπή προσαρμογή των επιβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων στην πραγματική φοροδοτική ικανότητα των βαρυνομένων 368 ή τυχόν χρησι- μοποίηση από τον νομοθέτη όχι και τόσο αντικειμενικών κριτηρίων για την επιβολή φορολογικών υποχρεώσεων, η αναγνώριση τυχόν αντισυνταγματι- κότητας θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις για το κράτος. Ο δικαστής λοιπόν, ευθυγραμμιζόμενος άλλωστε με την στάση που κρατούσε και κατά το παρελθόν σε ζητήματα φορολογικού δικαίου 369 , προτίμησε στις περισσότερες περιπτώσεις να «αποτραβηχτεί», αναγνωρίζο- ντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να ασκεί φορολογική πο- λιτική και να ρυθμίζει τα φορολογικά θέματα. Και όντως, ο δικαστικός έλεγ- χος της συνταγματικότητας των φορολογικών ρυθμίσεων πραγματοποιήθη- κε σε επίπεδο ακραίων ορίων, στον δικανικό συλλογισμό όμως εμφιλοχώρη- σε ένα ακόμη στοιχείο: η επιτακτική δημοσιονομική ανάγκη. Ο δικαστής είχε αναγνωρίσει την ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να επιβάλλει και να κατανέμει τα φορολογικά βάρη περιοριζόμενος μόνο από τις οικείες συ- νταγματικές αρχές 370 ήδη κατά το παρελθόν. Η στάση αυτή του δικαστή ήταν επομένως απολύτως σχεδόν αναμενόμενη κατά την περίοδο της οικονομικής 368. Ο καθορισμός της φοροδοτικής ικανότητας αποτελεί εκ της φύσης του δυσχερές έργο και συνάπτεται με πλήθος ζητημάτων που εγείρουν οικονομικά και νομικά προβλήματα, όπως η φοροδιαφυγή, τα φορολογικά τεκμήρια, ο πληθωρισμός κ.ά., τα οποία όλα δια- πλέκονται μεταξύ τους. Είναι ενδεικτικό ότι ο νομοθέτης στην προσπάθειά του να αντιμε- τωπίσει την φοροδιαφυγή, η οποία εξ ορισμού παραβιάζει την αρχή της φορολογικής δι- καιοσύνης (ο φορολογούμενος εξαπατά την φορολογική Αρχή ως προς την φοροδοτική του ικανότητα με συνέπεια να μην συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνάμεις του), μεταξύ άλ- λων επιβάλλει κατά καιρούς με διάφορες μορφές αντικειμενικό ή αλλιώς τεκμαρτό τρό- πο προσδιορισμού εισοδήματος με στόχο την σύλληψη της φορολογητέας ύλης και την εξεύρεση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών. Πάντα όμως ελλοχεύει ο κίνδυ- νος να επιβάλλονται φορολογικές υποχρεώσεις σε πλασματικά εισοδήματα, αφού ο πλη- θωρισμός, ο οποίος συνίσταται στην διαχρονική αύξηση του επιπέδου των τιμών οδη- γεί στην μείωση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών· μια μείωση που σπανίως λαμβάνεται υπόψη από τον νομοθέτη κατά την θέσπιση φορολογικών ρυθμίσεων, πόσο μάλλον υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, υπό τις οποίες νομοθετεί εντός ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων. Για περισσότερα, βλ. μ.α. Κ. Φινοκαλιώτη, ό.π., σελ. 186-193. 369. Ανέκαθεν τα Δικαστήρια ήταν επιφυλακτικά ως προς τον χαρακτηρισμό ως αντισυνταγ- ματικών αποφάσεων της πολιτικής εξουσίας σε φορολογικά ζητήματα. Βλ. σχετικά ΣτΕ 2254/1987, Κ. Φινοκαλιώτη, Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και το Σύνταγμα, εκδ. Σάκκουλα, 1985, σελ. 257 επ. Η διαφορά του τότε με το σήμερα εντοπίζεται στο ότι τα Δικαστήρια επικρίθηκαν στο παρελθόν για την παθητικότητά τους απέναντι στην πληθώρα φορολογικών προνομίων (π.χ. οι φοροαπαλλαγών) που θέσπιζε ο νομοθέτης υπονομεύοντας την φορολογική δικαιοσύνη. Αντιθέτως, υπό την συγκυρία του Μνημο- νίου, τα δικαστήρια επικρίνονται όχι για την συντήρηση του «φαβοριτισμού» του νομο- θέτη, αλλά για την υπερβολική ανοχή τους απέναντι σε σκληρά και αλλεπάλληλα φο- ρολογικά μέτρα, για την επιβολή των οποίων δεν προηγήθηκε -αν όχι καθόλου, πάντως με αμφίβολο τρόπο- η εξακρίβωση της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογούμενων. 370. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της φορολογικής εξουσίας είναι ιδίως οι κατοχυρωμέ- νες σε συνταγματικό επίπεδο αρχές της νομιμότητας του φόρου (αρ. 78 παρ. 1 Σ), της περιορισμένης αναδρομικής ισχύος των φορολογικών νόμων (αρ. 78 παρ. 2 Σ), της φο-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=