ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Συνταγματικές ερμηνείες στην νομολογία διοικ. δικαστηρίων την περίοδο οικονομικής κρίσης 155 στήριο έκρινε ότι κριτήρια που αποτέλεσαν την βάση του εν λόγω τεκμηρί- ου και συνδέονταν με δεδομένα της επαγγελματικής δραστηριότητας των βαρυνομένων (πληθυσμός και φυσιογνωμία του τόπου της έδρας τους, χρό- νος δραστηριότητας) είναι «... γενικά και αντικειμενικά, τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, δεν αφίστανται των δεδομένων της κοινής πείρας, λαμβανομένου υπόψη του καθοριζόμενου χαμηλού ύψους του τέλους και των εξαιρέσεων που θεσπίζονται από την επιβολή του [...] και στηρίζουν ενόψει αυτών, το συμπέρασμα του τεκμηρίου ...» 389 . Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου κατ΄αρχήν συμβαδίζει με την πάγια νομολο- γία 390 του επί ζητημάτων τεκμαρκτού ή αντικειμενικού τρόπου προσδιορι- σμού εισοδημάτων. Έχει κριθεί δηλαδή ότι ο τρόπος προσδιορισμού εισο- δήματος διά φορολογικών τεκμηρίων είναι συνταγματικά επιτρεπτός, εφό- σον τα τεκμήρια είναι αντικειμενικά, συνάδουν με τα δεδομένα κοινής πεί- ρας, συγχρόνως προβλέπεται δε και η δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τον φορολογούμενο. Στην περίπτωση του τέλους επιτηδεύματος όμως εξέ- λιπε το τελευταίο αυτό στοιχείο από την νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο υπόχρεος δεν έχει δικαίωμα ανταπόδειξης, μην μπορώντας να επικαλεστεί ότι δεν αποκόμισε ούτε καν το ελάχιστο τεκμαρκτό εισόδημα, αλλά μικρότερο ή και καθόλου. Η μη πρόβλεψη από τον νόμο ρητής δυνατό- τητας αμφισβήτησης του εν λόγω φορολογικού τεκμηρίου έθετε δύο μείζο- να ζητήματα: ζήτημα κεφαλικού φόρου 391 και άδικης φορολογικής αντιμετώ- πισης 392 . Και τα δύο κατόρθωσε να επιλύσει το Δικαστήριο, ώστε να διατη- ρήσει την προσβαλλόμενη ρύθμιση εντός συνταγματικού πλαισίου. Ως προς το πρώτο ζήτημα απεφάνθη ότι αντικείμενο του φόρου δεν είναι το πρόσω- πο του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία, αλλά το εισόδημα που αποκομίζουν από την δραστηριότητά τους 393 . Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο προέβη σε διασταλτική ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης κρί- νοντας ότι το τεκμήριο πρέπει να θεωρηθεί μαχητό, επειδή από την διάταξη δεν προβλέπεται ρητά ως αμάχητο. Για άλλη μια φορά αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο λοιπόν η ευρύτατη εξουσία του νομοθέτη να καθορίζει τις δι- άφορες μορφές φορολογικών επιβαρύνσεων. Παρότι μάλιστα στην απόφα- 389. σκ. 14. 390. Βλ. μεταξύ πολλών ΣτΕ 3498/1991, 2779/1994, 2919/2000, 3480/2008 κ.ά. 391. Στον κεφαλικό φόρο υποκείμενο και αντικείμενο του φόρου ταυτίζονται. Εν προκειμένω από την στιγμή που ο υπόχρεος δεν μπορεί να αποδείξει ότι για ορισμένη χρήση είχε μι- κρότερο εισόδημα από αυτό που υπόκειται σε τέλος, αλλά μόνο μπορεί να επικαλεστεί ότι διέκοψε την δραστηριότητά του, για να απαλλαγεί ολικά ή μερικά από το τέλος, συ- νάγεται εύλογα το συμπέρασμα ότι βάση του φόρου δεν είναι το εισόδημα, αλλά η ιδι- ότητα του υπόχρεου ως επιτηδευματία ή ελεύθερου επαγγελματία. Βλ. και Π. Πανταζό- πουλο ό.π., 392. Ο φορολογούμενος δεν μπορεί να αποδείξει την συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων που δικαιολογούν την απόκτηση εισοδήματος χαμηλότερου εκείνου που προσδιορίζει το τεκ- μήριο. 393. σκ. 12.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=