Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΜΕΡΟΣ Α'  Η απόδειξη γενικά 4 Ι. ΒΑΛΜΑΝΤΩΝΗΣ Α. Ορισμός της απόδειξης Η απόδειξη είναι ένας πολυσήμαντος όρος 1 , που χρησιμοποιείται, όπως συμ- βαίνει και με αντίστοιχους των χωρών της ηπειρωτικής ευρώπης (prevue, prova, prueba, beweis), για να περιγράψει διαφορετικές έννοιες. Πιο ακριβής είναι η ορολογία των αγγλοσαξονικών χωρών που χρησιμοποιεί δυο διαφο- ρετικούς όρους για να αποδώσει τις δυο διακριτές και πιο σημαντικές έννοι- ες της απόδειξης. Ο όρος evidence, αφορά τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται η ανεύρεση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων, ενώ ο όρος proof πε- ριγράφει τη θετική έκβαση της αποδεικτικής προσπάθειας των διαδίκων, με την οποία επιτυγχάνεται η διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης 2 . Τα ηπειρωτικά συστήματα, στα οποία ανήκει και η χώρα μας, επειδή δεν δι- αθέτουν τέτοια εννοιολογική διαφοροποίηση, προσφεύγουν σε περιφρά- σεις προκειμένου να αποδώσουν τις δυο διαφορετικές αυτές όψεις της από- δειξης. Γίνεται αναφορά στο μέσο αποδείξεως (moyen d’ instruction, mezzo di prova, medio di prueba, beweismittel), για να αποδώσουν τον αγγλικό όρο evidence, ήτοι τα πρόσωπα, τα έγγραφα και τα αντικείμενα που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για να υπάρξει γνώση των πραγματικών γεγονότων 3 . Ο όρος αυτός σχετίζεται με το παραδεκτό και τη συλλογή των αποδείξεων. ∆ιακρί- νεται από την απόδειξη υπό στενή έννοια (proof), που αφορά το αποτέλεσμα της αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία συνδέεται με το βάρος αποδείξεως (burden of proof). Συνέχονται όμως και μεταξύ τους, καθόσον τα αποδεικτικά μέσα προσφέρουν τα στοιχεία για να καταλήξουμε στη διαπίστωση της πραγ- ματικής κατάστασης. Στη χώρα μας, συχνή είναι η χρήση του όρου απόδειξη για να περιγραφεί η δι- αδικασία, με την οποία συλλέγεται το πραγματικό υλικό και συμβάλλει στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστή 4 ως προς την αλήθεια ή 1.  Γέσιου - Φαλτσή Π. , ∆ίκαιο Αποδείξεως, 1986, σελ. 27. 2.  Taruffo Μ. (επιμ.), La prova nel processo civile, 2012, σελ. 55. 3.  Comoglio L. , Le prove civili, 2010, σελ. 3. 4.  Για τον ορισμό της δικανικής πεποίθησης, βλ. Ράμμο Γ. , Εγχειρίδιον Αστικού ∆ικονο- μικού ∆ικαίου, τ. 2, 1980, σελ. 715, κατά τον οποίο συνιστά η πεποίθηση που σχηματί- ζει ο δικαστής, σύμφωνα με τους κανόνες του δικονομικού δικαίου, της λογικής και της κοινής πείρας. Συναφής και ο ορισμός που δίνει ο Ρήγας Β. , Περί της δικανικής πε- ποιθήσεως, ΕΠολ∆ 2013, 292, κατά τον οποίο αποτελεί η βεβαιότητα του δικαστή ως προς την αλήθεια της γνώσεως των πραγματικών γεγονότων της εκκρεμούσης ενώ- πιόν του και αποδεικτέας βιοτικής σχέσεως. Για το ζήτημα της ταύτισης δικανικής πεποίθησης και δικανικής γνώσης, βλ. Κουσούλη Σ ., Ψυχολογικά φαινόμενα στην πολι- τική δίκη, ∆ 2006, 286-289. 1 2 3

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=