Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΜΕΡΟΣ Α'  Η απόδειξη γενικά 8 Ι. ΒΑΛΜΑΝΤΩΝΗΣ ΚΠολ∆, κατά την οποία με βάση αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα το δικα- στήριο μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για άλλα γεγονότα. ∆ιακρίνεται από τα νόμιμα τεκμήρια, που είναι συμπεράσματα που συνάγει ο νόμος, και όχι ο δι- καστής, από γνωστά πράγματα για άγνωστα. Το βοηθητικά (μη ουσιώδη) πραγματικά γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται ο έμμεσος συλλογισμός ονομάζονται ενδείξεις 15 . Αποτελούν τη βάση του τεκ- μηρίου, που προσφέρεται για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος και πρέπει να έχει σχηματισθεί πλήρης απόδειξη με βάση τα επιτρεπόμενα απο- δεικτικά μέσα 16 . Σε αντίθετη περίπτωση, αν το γνωστό (μη ουσιώδες) πραγ- ματικό γεγονός αποδείχθηκε με ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, ενεργοποιεί- ται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολ∆. Η έμμεση απόδειξη, ως αποδεικτικός λόγος, αποσκοπεί στην έμμεση γνώση του κρίσιμου πραγματικού γεγονότος. Θεωρείται ότι είναι επισφαλής, διότι προϋποθέτει πολύπλοκη νοητική επεξεργασία σε σχέση με την άμεση από- δειξη και αποτελεί πόρισμα ατελούς επαγωγικής θεμελίωσης 17 . Τα δικαστι- κά τεκμήρια συνάγονται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, η εσφαλ- μένη χρησιμοποίηση των οποίων δεν στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολ∆ 18 . Βοηθά στην υπέρβαση αποδεικτικών δυσχερει- ών, αφού η άμεση απόδειξη συχνά είναι αδύνατη. Έχει συχνή πρακτική εφαρ- μογή, όταν αντικείμενο απόδειξης αποτελούν τα συναισθήματα και οι ψυχι- κές καταστάσεις των προσώπων (καλή πίστη, δόλος) 19 . Λόγω της επισφάλει- ας της λογικής αυτής μεθόδου 20 , επικράτησε η άποψη ότι εφόσον αποκλείε- ται η απόδειξη με μάρτυρες, αποκλείεται η χρήση των δικαστικών τεκμηρί- ων, όχι μόνο ως (ανώνυμων) αποδεικτικών μέσων (339 ΚΠολ∆), αλλά και ως αποδεικτικού λόγου (336 §3 ΚΠολ∆). Ορθότερη, πάντως είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η συλλογιστική μέθοδος του δικαστή, πρέπει να θεωρηθεί ελευθέρως επιτρεπτή και να μην υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 395 ΚΠολ∆ 21 . 15.  Για τη διάκριση μεταξύ ενδείξεων και τεκμηρίων, βλ. Παϊσίδου Ν ., ό.π., σελ. 76. 16.  Νικολόπουλος Γ., ∆ίκαιο αποδείξεως, 2011, σελ. 155. 17.  Καλαβρός Κ ., Η έμμεσος ή δια τεκμηρίων απόδειξις, σε Αφιέρωμα Γ. Οικονομόπου- λου, 1981, σελ. 70-71. 18.  ΑΠ 1914/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1330/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2011 ΝΟΜΟΣ. 19.  Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής ∆ικονομίας, τ. Β΄, 1994, άρθρο 336, σελ. 575, Γέσιου - Φαλτσή Π., ό.π., σελ. 70. 20.  Η επισφάλεια αυτή επεξηγείται ως εξής: ό,τι με βάση τα διδάγματα της κοινής πεί- ρας κατά κανόνα συμβαίνει, δεν είναι απαραίτητο πως και στη συγκεκριμένη υπόθε- ση έχει συμβεί. 21.  Νίκας Ν ., Εγχειρίδιο Πολιτικής ∆ικονομίας, 2018, σελ. 431. 11 12

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=