Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΜΕΡΟΣ Α'  Η απόδειξη γενικά 10 Ι. ΒΑΛΜΑΝΤΩΝΗΣ κά μέσα, όπως λ.χ. με μάρτυρες. Επιπλέον, τόσο η κύρια απόδειξη, όσο και η ανταπόδειξη μπορούν να οδηγήσουν είτε σε άμεση είτε σε έμμεση απόδειξη. Υφίσταται δικαίωμα, και όχι βάρος ανταπόδειξης. Η τελευταία πετυχαίνει το στόχο της, αν δημιουργήσει στο δικαστήριο αμφιβολία ως προς την αλήθεια των αποδεικτέων ισχυρισμών. Αντιδιαστέλλεται λοιπόν από τα νόμιμα τεκμή- ρια, ήτοι ως προς την απόδειξη του αντιθέτου που καθιερώνει το άρθρο 338 §2 ΚΠολ∆, καθόσον στην τελευταία περίπτωση απαιτείται η δημιουργία πλή- ρους δικανικής πεποίθησης, και όχι απλώς αμφιβολίας 29 . Επιπροσθέτως, η απόδειξη του αντιθέτου συνιστά κύρια απόδειξη, και συνεπώς την επωμίζεται μόνο εκείνος που φέρει το βάρος της απόδειξης 30 . Η ανταπόδειξη αποκλείεται στις περιπτώσεις που υπάρχει δεσμευτική για το δικαστή ισχύς από το σύστημα των νομικών αποδείξεων (δικαστική ομολο- γία ή δημόσιο έγγραφο) καθώς και από αμάχητο νομικό τεκμήριο. Επίσης εί- ναι άσκοπη, στις περιπτώσεις που ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης, δεν προσκόμισε πρόσφορες αποδείξεις. Τέλος, δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη ανταποδείξεως, γιατί ταυτίζεται με την κύρια απόδειξη 31 . 3. Πλήρης απόδειξη και πιθανολόγηση Η διάκριση ανάμεσα σε πλήρη απόδειξη ή πιθανολόγηση 32 γίνεται με βάση το βαθμό της δημιουργούμενης δικανικής πεποίθησης ως προς την ύπαρξη του αποδεικτέου θέματος. Ιδιαίτερη σημασία, λοιπόν, στη διάκριση αυτή αποκτά το μέτρο απόδειξης 33 . Η πρώτη υπάρχει στις περιπτώσεις που ο δικαστής πείθεται πλήρως για την αλήθεια ή αναλήθεια του πραγματικού ισχυρισμού. Υφίσταται βεβαιότητα του δικαστή ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του πραγματικού γεγονότος. Έχει δημιουργηθεί, δηλαδή, ένας τόσο υψηλός βαθ- μός δικανικής πεποίθησης, ώστε κανείς λογικός και έμπειρος άνθρωπος να 29.  MΠρΚυπ 46/2015 Αρμ 2017, 222. 30.  Καργάδος Π. , ό.π., σελ. 408. 31.  ΑΠ 576/1975 ΝοΒ 1976, 24. Βλ. και Ράμμο Γ./Κλαμαρή Ν ., Επιτομή Αστικού ∆ικονομι- κού ∆ικαίου, ημιτ. Γ΄, ∆ίκαιο Απόδειξης, 2009, σελ. 8. 32.  Βλ. όμως Ράμμο Γ./Κλαμαρή Ν ., ό.π., σελ. 7, που διατηρείται η ταξινόμησή της σε πλή- ρη και ατελή απόδειξη. Η τελευταία, είδος της οποίας είναι η πιθανολόγηση, υπάρ- χει όταν ο δικαστής δεν πείθεται πλήρως. 33.  Κατά τον Κουσούλη Σ., Προβλήματα του μέτρου απόδειξης στην πολιτική δίκη, ∆ 1986, 577, μέτρο απόδειξης συνιστά ο απαιτούμενος βαθμός δικανικής γνώσεως, ώστε να θεωρηθεί ο κρίσιμος πραγματικός ισχυρισμός ως δικονομικά αποδεδειγμέ- νος και να επέλθει η έννομη συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου. 16 17 18

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=