Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ
ΜΕΡΟΣ Α' Η απόδειξη γενικά 12 Ι. ΒΑΛΜΑΝΤΩΝΗΣ κό, όπως στην περίπτωση του άρθρου 239 §4 του Ν 4364/2016 (αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών). Στις περιπτώσεις αυτές η νομο- λογία δέχεται ότι αρκεί η πιθανολόγηση 40 . Ορθότερη εμφανίζεται η άποψη ότι δεν αρκεί η δημιουργία μειωμένου βαθμού δικανικής πεποίθησης, αλλά απαι- τείται το δικαστήριο να σχηματίζει πλήρη δικανική πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι επέρχεται οριστική λύση της διαφοράς 41 . 4. Αυστηρή, ελεύθερη και εν μέρει ελεύθερη απόδειξη Αυστηρή αποκαλείται η απόδειξη που διεξάγεται σε απαρέγκλιτα προκαθο- ρισμένο δικονομικό πλαίσιο. Ο δικαστής σχηματίζει τη γνώση για το αποδει- κτέο πραγματικό γεγονός αποκλειστικά με βάση τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 339 ΚΠολ∆, και μετά από τυπική τήρηση των δικονομικών κανόνων που διέπουν το παραδεκτό τους και την αποδεικτική διαδικασία 42 . Μετά την εισαγωγή του Ν 2915/2001, η αυστηρή απόδειξη έχει καταργηθεί πλέον στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Αντίθετα, στην ελεύθερη ή άτυπη 43 απόδειξη, υφίσταται μια χαλαρότερη απο- δεικτική διαδικασία, καθόσον διεξάγεται χωρίς την τήρηση των τυπικών κα- νόνων αποδείξεων. Χαρακτηρίζεται από την πλήρη αποδέσμευση του δικαστή από τους κανόνες που διέπουν το επιτρεπτό και την αποδεικτική δύναμη των μέσων αποδείξεως και εν γένει τους τύπους της αποδείξεως. Συνεπώς, λαμ- βάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νό- μου, ήτοι μέσα που πάσχουν κατά τη διαδικασία της παραγωγής τους. Η ελεύ- θερη απόδειξη δεν συνεπάγεται πλήρη παρέκκλιση από τις ουσιώδεις αρχές της αποδεικτικής διαδικασίας, ούτε εισαγωγή μειωμένου βαθμού δικανικής πεποίθησης περί του αποδεικτέου θέματος. Ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να δεσμεύεται από την αυ- ξημένη αποδεικτική δύναμη της δικαστικής ομολογίας και των δημοσίων εγ- γράφων. Και στην περίπτωση αυτή δεν είναι επαρκής η πιθανολόγηση, αλλά 40. ΑΠ 752/2014 Αρμ 2015, 607, ΑΠ 1149/2008 Ελλ∆νη 2008, 766, ΑΠ 499/2007 Ελλ∆νη 2008, 192. 41. Νικολόπουλος Γ., ό.π., σελ. 146, υποσ. 54. 42. Υποστηρίζεται ότι η τυπική απόδειξη συμβάλλει στην προσφορότητα των μέσων αποδείξεων και ενισχύει την αμεροληψία του δικαστή. Βλ. Μανιώτη ∆ ., Αρχές του δικαίου αποδείξεως στην πολιτική δίκη, 2013, σελ. 163. 43. Τον όρο άτυπη, χρησιμοποιεί ο Ράμμος Γ ., Εγχειρίδιον Αστικού ∆ικονομικού ∆ικαίου, τ. 2, 1980, σελ. 731. Στην ιταλική έννομη τάξη, γνωστή είναι η διάκριση ανάμεσα σε τυπικά ή επώνυμα αποδεικτικά μέσα, ήτοι που προβλέπονται και ρυθμίζονται ρητώς από τον κώδικα και τα άτυπα ή ανώνυμα αποδεικτικά μέσα, που αποτελούν εκείνα που δεν προβλέπονται ούτε ρυθμίζονται από το νόμο. 22 23
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=